O Απόστολος των Εθνών, ο Μέγας Παύλος, απευθύνθηκε στους Αθηναίους, από αυτόν εδώ τον χώρο, ατενίζοντας όπως και τότε αλλά όπως και εμείς τώρα, το ιερό μνημείο του Παρθενώνος, το κόσμημα της τέχνης και του πολιτισμού μας, το σύμβολο της αρμονίας και της θρησκευτικότητος των αρχαίων Ελλήνων. Θρησκευτικότητος, εν πολλοίς αντίθετη με το περιεχόμενο του μηνύματος που ήθελε να κομίσει ο Απόστολος από την Ταρσώ προς τους σοφούς της εποχής του, προς τους εγκρατείς της στωϊκής και της επικούρειας φιλοσοφίας, προς τους Αθηναίους κατοίκους δηλαδή της πρωτευούσης του πνεύματος και της διαλεκτικής μεθόδου.
Στο σημείο αυτό, στον ιστορικό χώρο του Αρείου Πάγου, κάθε Έλλην η ξένος πολίτης είχε το δικαίωμα να παρουσιάζει τις ιδέες του, τις οποίες και έθετε ως θέμα συζητήσεως μεταξύ των παρευρισκομένων ακροατών, αποδεικνύοντας περίτρανα το πνεύμα διαλόγου και επικοινωνίας που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει διαχρονικά το γένος μας, αλλά και την ελευθερία λόγου της Αθηναϊκής Πολιτείας.
Ο Παύλος, ευρισκόμενος κατά την πρώτη του αποστολική περιοδεία στην Ελλάδα, δεν θα ήτο δυνατόν να μην επισκεφθεί την Αθήνα, έχοντας σκοπό να κηρύξει τον αληθινό λόγο στους Έλληνες, τον Αναστάντα Χριστό, ο οποίος και μέχρι σήμερα είναι "σημείον αντιλεγόμενον"(1). Αξίζει όμως να δούμε την εποχή κατά την οποίαν ο Απόστολος των Εθνών αποφάσισε να διευρύνει και προς την Ελληνική σκέψη το ευαγγελικό μήνυμα. Αξίζει να δούμε σε ποιά κατάσταση βρισκόταν το ελληνικό πνεύμα και πως οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν έναν νέο προφήτη-κήρυκα μιας άλλης θρησκευτικής θεώρησης από την διαδεδομένη ως τότε θρησκεία των ειδώλων. Το δωδεκάθεο και οι Ολύμπιες Θεότητες κατέκλυζαν την θρησκευτική έκφραση πολλών, χωρίς όμως να παρατηρείται η ίδια ζέση της χρονικής περιόδου πριν τον χρυσό αιώνα του Περικλή, εποχή η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κολοφώνας της δημιουργίας στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού.
Ο Παύλος, λόγω της καταγωγής του είχε την δυνατότητα να γνωρίζει την φιλοσοφική σκέψη, τόσο του Πλάτωνα και των Σωκρατικών, όσο και του Αριστοτέλη, γεγονός το οποίο είχε εξάψει την επιθυμία του να επισκεφθεί την περιοχή όπου τα πρόσωπα αυτά έδρασαν και μεγαλούργησαν. Επισκέφθηκε όμως, μία Αθήνα, που γνώριζε μόνον πλέον εξ ακοής τις αξίες των μεγάλων φιλοσόφων, διότι ενώ η πόλις της Παλλάδος Αθηνάς αριθμούσε 20.000 περίπου πολίτες, ταυτόχρονα συνυπήρχαν 40.000 δούλοι-άνθρωποι από άλλα μέρη του τότε κόσμου, προκαλώντας ένα μεγάλο προβληματισμό για το κατά πόσον οι αρχές και οι αξίες του σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο και της απόλυτης ελευθερίας εκάστου, εξέφραζαν τελικώς κάθε έναν από τους Αθηναίους πολίτες. Η κατάσταση αυτή ήταν ένα βαρύτατο πλήγμα στο ιδεατό μοντέλο της Δημοκρατίας, διότι ήταν αδύνατον να συνυπάρξουν σ' αυτήν η δουλεία με την ελευθερία.
Πως είναι λοιπόν δυνατόν, μία πόλις, ένα έθνος, μία φυλή που τόσο εξύψωσε το ανθρώπινο ον, να μην μπορεί πρακτικά να βιώσει τις πλέον αναγκαίες αξίες τις ισότητος και του αλληλοσεβασμού, αξίες που κατεξοχήν απορρέουν από τις δημοκρατικές κοινωνίες; Η απάντηση βρίσκεται σ` αυτήν ακριβώς την πρώτη και συγκλονιστική ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο.
Κεντρικά γνωρίσματα της όλης προσωπικότητος του Αποστόλου των Εθνών είναι αδιαμφισβήτητα η ισχυρή πίστη του στον Θεό, η επιμονή στην αποστολή του και η θυσιαστική του διάθεση απέναντι στον κάθε άνθρωπο. Ευρισκόμενος ο Παύλος στην Αθήνα, και μάλιστα σε αυτόν τον επιβλητικό βράχο, δεν θα μπορούσε να μην αισθανθεί το δέος και το ιστορικό βάρος όλων εκείνων που ετίμησαν το βήμα αυτό. Δεν θα μπορούσε, ας μου επιτραπεί, να μην αισθανθεί φόβο για το πως θα αντιμετώπιζε τα ιερά «τέρατα» της φιλοσοφικής διανόησης;
Επιτρέψτε μου όμως να σας παρουσιάσω τη διαφορετικότητα. Όλα εκείνα τα στοιχεία που ανέδειξαν την αποστολική αυτή μορφή σε ηγετική φυσιογνωμία όλων των χριστιανών, διότι χωρίς τον Παύλο δεν θα μπορούσε κανείς να προδιαγράψει το μέλλον, τόσο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όσο και απάσης της ανθρωπότητος.
Που βρίσκεται, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα της αποδοχής του μηνύματος του Αποστόλου; Γιατί οι Αθηναίοι δέχθηκαν να ακούσουν έναν Ιουδαίο-ξένον προς εκείνους φιλόσοφο; Γιατί του έδωσαν και δεύτερη ευκαιρία "ακουσόμεθά σου και πάλιν περί τούτου"(2); Ίσως η κοινωνική ανισότητα που χαρακτήριζε την συγκεκριμένη αθηναϊκή περίοδο είναι ένας λόγος. Ίσως, η πλήξη που εξέφραζε πολλές φορές τους διανοουμένους να είναι ένας ακόμα. Ίσως, η επιθυμία η η ανάγκη για κάτι νέο, κάτι καινούργιο, δυναμικό και αναζωογονητικό να είναι μερικές ακόμα από τις αιτίες που ώθησαν τους πολίτες της Αθήνας να ακούσουν εκ νέου τον εκ Ταρσού παρεπίδημο. Όμως, σίγουρα, η πραγματική αιτία, η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται σε βαθύτερα γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με το τρανότατο παράδειγμα των δούλων και των ελεύθερων πολιτών. Ο άνθρωπος που είχαν μπροστά τους είχε την δύναμη να γεφυρώσει την κοινωνική αυτή ανισότητα. Να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσωπικές φιλοδοξίες και τις επιδιώξεις εκάστου. Μίλησε για ίση αντιμετώπιση μεταξύ δούλων και ελεύθερων "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ . . . "(3) και έτσι, με αυτό το διαχωρισμό εθεολόγησε. Ομολόγησε πως αν, όντως είσαι χριστιανός, βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να βιώνεις ότι πιστεύεις. Να είσαι σε πλήρη ακολουθία λόγων και έργων. Αυτός άλλωστε πρέπει να ήταν και ο φόβος του Παύλου ενώπιον του ιερού βράχου. Θα μπορέσω εγώ, ίσως να μονολογούσε, να αποτελέσω έμπρακτο παράδειγμα για τους Αθηναίους, θα μπορέσω να αποδείξω σ'αυτούς το μεγαλείο αυτού που εκπροσωπώ; Θα μπορέσω να καλύψω το χρυσό ένδυμα και το απαράμιλλο κάλλος των αγαλμάτων από έναν φτωχό και ταπεινό Θεό, θα μπορέσω να μεταφέρω το απλό αλλά αληθινό μήνυμα του Χριστού; Αυτές οι σκέψεις προβλημάτιζαν τον Απόστολο των Εθνών, όχι λόγω της δικής του απιστίας, αυτό άλλωστε δεν μαρτυρείται πουθενά στο Ευαγγέλιο, αλλά λόγω της πορρώσεως των Ελλήνων, οι οποίοι απηχούσαν τα μεγαλεία του παρελθόντος, είχαν όμως απολέσει την σύνδεση λόγων και έργων.
Ο βράχος αυτός, αποτελεί διαχρονικό σύμβολο της άρρηκτης σύζευξης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, αποδεικνύει το μεγαλείο της αλληλοπεριχωρήσεως, ενώ καταδεικνύει την υπεροχή του ζωντανού Θεού, ο οποίος φανερώνεται εν τόπω και χρόνω, λαμβάνει ανθρώπινη σάρκα, πάσχει για κάθε άνθρωπο, ανασταίνεται και ζει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο σαρκωμένος Λόγος ενδύεται με το ανθρώπινο πρόσωπο, γίνεται ο ίδιος πρόσωπο σε μία σχέση κοινωνίας και αγάπης, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με το προσωπείο του αρχαίου θεάτρου. Γιατί; Διότι έτσι προετοίμασε την ουσιαστική αλλαγή του ελληνικού πνεύματος, οδηγώντας προς το Πρόσωπο, προς τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Χριστό, απαλλάσσοντας τον κάθε άνθρωπο από την επιφανειακή προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων.
Αυτό το πρόσωπο προσπάθησε να διατρανώσει ο Παύλος στους Αθηναίους. Αυτή τη νέα θεώρηση του ανθρωπίνου όντος, όχι ως ατομοκεντρική έκφραση, αλλά ως μοναδικό πρόσωπο κατά πάντα ισότιμο και ισόκυρο με την ουσία του Θεού που δεν είναι άλλη από την έκφραση της αγάπης Του προς τον πονεμένο άνθρωπο. Αυτό το στοιχείο έλειπε από την αρχαία διανόηση για να ολοκληρωθεί η μερική τελειότητά της. Αυτόν τον άγνωστο Θεό προσπάθησε να κηρύξει ο Απόστολος της αγάπης στους Αθηναίους, με σκοπό να τους οδηγήσει στην πραγματική πράξη των ιδεών που γέννησαν την δημοκρατία και το ολυμπιακό πνεύμα.
Είναι όμως ιδιαιτέρως επίκαιρο να δούμε πως το πρόσωπο αυτό για το οποίο μίλησε ο Παύλος, έχει αποκτήσει σήμερα τον σεβασμό και την αξία που θα έπρεπε να έχει σε κάθε καλώς νοουμένη αναπτυγμένη κοινωνία. Γίνεται πολύς λόγος για την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τις αξίες που περιγράφουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ιατρική επιστήμη επί παραδείγματι, αναζητά τα όρια αυτού του σεβασμού, αντιμετωπίζοντας τεράστια ηθικά διλήμματα με αποτέλεσμα να συγκρούονται επιστήμη και θεολογία λόγω αυτής της αδυναμίας. Το πρόσωπο όμως, ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας, πολιτισμού και θρησκείας, παραμένει ο μεγάλος ηττημένος αυτής της διαμάχης. Η συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια, η διογκούμενη οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, το καθεστώς του πολέμου, η κοινωνική ανισότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός ωθούν πολλούς ανθρώπους στην λύση της μετανάστευσης προς ένα καλύτερο αύριο, προς μία νέα πατρίδα στην οποία θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα παραπάνω προβλήματα. Σ αυτήν την νέα πραγματικότητα το πρόσωπο ταλανίζεται από τις νέες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει. Εντάσσεται σ έναν νέο χώρο προκλήσεων, διεκδικώντας τα θεμελιώδη και πανανθρώπινα δικαιώματα που αρμόζουν σε κάθε πρόσωπο από όπου και αν αυτό προέρχεται.
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα μέρος σε νεοελληνική απόδοση από τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί φιλοπτωχείας και ευποιΐας, στον οποίο αρκετούς αιώνες πριν συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται προφητικά η σημερινή κατάσταση: "Ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι και οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου και αν κοιτάξεις θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν την ύπαιθρο. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Για χωράφι έχουν την διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Πίνουν νερό από τις κρήνες, όπως τα ζώα και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Κρεβάτι, το έδαφος. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξ αρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη"(4).
Σε πόσους, δεν είναι γνωστές αυτές οι εικόνες που περιγράφει ο πατήρ της Εκκλησίας. Πόσοι εξ ημών δεν αντιμετωπίζουμε καθημερινώς παρόμοιες καταστάσεις; Δεν είναι τρανότατη απόδειξη της εξαθλίωσης του ανθρωπίνου προσώπου οι παραπάνω εικόνες; Γι` αυτόν τον άνθρωπο μίλησε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους. Αυτό το πρόσωπο είναι η ομολογία του Αποστόλου, στο οποίο φανερώνεται ο Ιησούς Χριστός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Αν και σήμερα μιλούσε από αυτόν τον βράχο ο Παύλος και ρωτούσε τους Αθηναίους, όλους εμάς δηλαδή, 2.000 χρόνια μετά την ανάσταση του Θεανθρώπου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βιώνουμε την κατάσταση αυτή; Θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ότι αγαπάμε με τρόπο τέτοιο που να ανοιγόμαστε σε κάποιον άλλο, σε κάποιον ξένο, χωρίς προϋποθέσεις προσωπικής ευδαιμονίας και εγωϊστικής αυταρέσκειας; Η αγάπη στην Εκκλησία αρχίζει από τον Ιησού Χριστό και καταλήγει σε κάθε μέλος Της, δημιουργώντας μία αμφίδρομη σχέση, η οποία φανερώνεται στην ευχαριστιακή σύναξη, δοξάζεται όμως στο πρόσωπο του πλησίον, του άλλου, του ξένου. "Ο γαρ αγαπών, τον έτερον νόμον πεπλήρωκε"(5) υπογραμμίζει ο Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους, αποσαφηνίζοντας το μεγαλείο της αγάπης στην διαπροσωπική σχέση, προσκαλώντας παράλληλα κάθε πιστό χριστιανό να πράξει το ίδιο.
Εμείς, αγαπητοί μου, έχουμε μπροστά μας αυτή την πρόκληση-πρόσκληση για να δούμε τον άλλο ως πρόσωπο, ως ξεχωριστή οντότητα με αξίες και αρχές που χρήζει σεβασμού και τιμής, όχι μόνον επειδή υπάρχει η εκφράζει απόψεις που συμφωνούμε η διαφωνούμε με αυτές, αλλά διότι αντικατοπτρίζει την Τριαδικότητα του Θεού, την δόξα Του και την λάμψη Του, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού επί της γης.
"του γαρ και γένος εσμέν", αυτού του ιδίου γένους και από την ίδια σάρκα είμαστε όλοι πλασμένοι. Ας είναι η σημερινή ημέρα η απαρχή της προσωπικής, πλέον, αναφοράς μας προς τους εγγύς και τους μακράν. Ευχηθείτε, ο Μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος να δέεται προς τον αρχιποίμενα Χριστό για την πραγμάτωση αυτής της ευχής, για την ολοκλήρωση του ευαγγελικού λόγου με σκοπό την απροϋπόθετη και προσωπική αγάπη προς πάντας. Ευχηθείτε να αποχωρήσουμε όλοι από αυτόν τον χώρο, έχοντας ελπίδα ότι μπορούμε να είμαστε πρόσωπα αγάπης, πρόσωπα καταλαγής και συμφιλίωσης, ζωντανές εικόνες ενός ζωντανού Θεού.
Γένοιτο.
Στο σημείο αυτό, στον ιστορικό χώρο του Αρείου Πάγου, κάθε Έλλην η ξένος πολίτης είχε το δικαίωμα να παρουσιάζει τις ιδέες του, τις οποίες και έθετε ως θέμα συζητήσεως μεταξύ των παρευρισκομένων ακροατών, αποδεικνύοντας περίτρανα το πνεύμα διαλόγου και επικοινωνίας που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει διαχρονικά το γένος μας, αλλά και την ελευθερία λόγου της Αθηναϊκής Πολιτείας.
Ο Παύλος, ευρισκόμενος κατά την πρώτη του αποστολική περιοδεία στην Ελλάδα, δεν θα ήτο δυνατόν να μην επισκεφθεί την Αθήνα, έχοντας σκοπό να κηρύξει τον αληθινό λόγο στους Έλληνες, τον Αναστάντα Χριστό, ο οποίος και μέχρι σήμερα είναι "σημείον αντιλεγόμενον"(1). Αξίζει όμως να δούμε την εποχή κατά την οποίαν ο Απόστολος των Εθνών αποφάσισε να διευρύνει και προς την Ελληνική σκέψη το ευαγγελικό μήνυμα. Αξίζει να δούμε σε ποιά κατάσταση βρισκόταν το ελληνικό πνεύμα και πως οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν έναν νέο προφήτη-κήρυκα μιας άλλης θρησκευτικής θεώρησης από την διαδεδομένη ως τότε θρησκεία των ειδώλων. Το δωδεκάθεο και οι Ολύμπιες Θεότητες κατέκλυζαν την θρησκευτική έκφραση πολλών, χωρίς όμως να παρατηρείται η ίδια ζέση της χρονικής περιόδου πριν τον χρυσό αιώνα του Περικλή, εποχή η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κολοφώνας της δημιουργίας στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού.
Ο Παύλος, λόγω της καταγωγής του είχε την δυνατότητα να γνωρίζει την φιλοσοφική σκέψη, τόσο του Πλάτωνα και των Σωκρατικών, όσο και του Αριστοτέλη, γεγονός το οποίο είχε εξάψει την επιθυμία του να επισκεφθεί την περιοχή όπου τα πρόσωπα αυτά έδρασαν και μεγαλούργησαν. Επισκέφθηκε όμως, μία Αθήνα, που γνώριζε μόνον πλέον εξ ακοής τις αξίες των μεγάλων φιλοσόφων, διότι ενώ η πόλις της Παλλάδος Αθηνάς αριθμούσε 20.000 περίπου πολίτες, ταυτόχρονα συνυπήρχαν 40.000 δούλοι-άνθρωποι από άλλα μέρη του τότε κόσμου, προκαλώντας ένα μεγάλο προβληματισμό για το κατά πόσον οι αρχές και οι αξίες του σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο και της απόλυτης ελευθερίας εκάστου, εξέφραζαν τελικώς κάθε έναν από τους Αθηναίους πολίτες. Η κατάσταση αυτή ήταν ένα βαρύτατο πλήγμα στο ιδεατό μοντέλο της Δημοκρατίας, διότι ήταν αδύνατον να συνυπάρξουν σ' αυτήν η δουλεία με την ελευθερία.
Πως είναι λοιπόν δυνατόν, μία πόλις, ένα έθνος, μία φυλή που τόσο εξύψωσε το ανθρώπινο ον, να μην μπορεί πρακτικά να βιώσει τις πλέον αναγκαίες αξίες τις ισότητος και του αλληλοσεβασμού, αξίες που κατεξοχήν απορρέουν από τις δημοκρατικές κοινωνίες; Η απάντηση βρίσκεται σ` αυτήν ακριβώς την πρώτη και συγκλονιστική ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο.
Κεντρικά γνωρίσματα της όλης προσωπικότητος του Αποστόλου των Εθνών είναι αδιαμφισβήτητα η ισχυρή πίστη του στον Θεό, η επιμονή στην αποστολή του και η θυσιαστική του διάθεση απέναντι στον κάθε άνθρωπο. Ευρισκόμενος ο Παύλος στην Αθήνα, και μάλιστα σε αυτόν τον επιβλητικό βράχο, δεν θα μπορούσε να μην αισθανθεί το δέος και το ιστορικό βάρος όλων εκείνων που ετίμησαν το βήμα αυτό. Δεν θα μπορούσε, ας μου επιτραπεί, να μην αισθανθεί φόβο για το πως θα αντιμετώπιζε τα ιερά «τέρατα» της φιλοσοφικής διανόησης;
Επιτρέψτε μου όμως να σας παρουσιάσω τη διαφορετικότητα. Όλα εκείνα τα στοιχεία που ανέδειξαν την αποστολική αυτή μορφή σε ηγετική φυσιογνωμία όλων των χριστιανών, διότι χωρίς τον Παύλο δεν θα μπορούσε κανείς να προδιαγράψει το μέλλον, τόσο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όσο και απάσης της ανθρωπότητος.
Που βρίσκεται, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα της αποδοχής του μηνύματος του Αποστόλου; Γιατί οι Αθηναίοι δέχθηκαν να ακούσουν έναν Ιουδαίο-ξένον προς εκείνους φιλόσοφο; Γιατί του έδωσαν και δεύτερη ευκαιρία "ακουσόμεθά σου και πάλιν περί τούτου"(2); Ίσως η κοινωνική ανισότητα που χαρακτήριζε την συγκεκριμένη αθηναϊκή περίοδο είναι ένας λόγος. Ίσως, η πλήξη που εξέφραζε πολλές φορές τους διανοουμένους να είναι ένας ακόμα. Ίσως, η επιθυμία η η ανάγκη για κάτι νέο, κάτι καινούργιο, δυναμικό και αναζωογονητικό να είναι μερικές ακόμα από τις αιτίες που ώθησαν τους πολίτες της Αθήνας να ακούσουν εκ νέου τον εκ Ταρσού παρεπίδημο. Όμως, σίγουρα, η πραγματική αιτία, η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται σε βαθύτερα γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με το τρανότατο παράδειγμα των δούλων και των ελεύθερων πολιτών. Ο άνθρωπος που είχαν μπροστά τους είχε την δύναμη να γεφυρώσει την κοινωνική αυτή ανισότητα. Να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσωπικές φιλοδοξίες και τις επιδιώξεις εκάστου. Μίλησε για ίση αντιμετώπιση μεταξύ δούλων και ελεύθερων "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ . . . "(3) και έτσι, με αυτό το διαχωρισμό εθεολόγησε. Ομολόγησε πως αν, όντως είσαι χριστιανός, βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να βιώνεις ότι πιστεύεις. Να είσαι σε πλήρη ακολουθία λόγων και έργων. Αυτός άλλωστε πρέπει να ήταν και ο φόβος του Παύλου ενώπιον του ιερού βράχου. Θα μπορέσω εγώ, ίσως να μονολογούσε, να αποτελέσω έμπρακτο παράδειγμα για τους Αθηναίους, θα μπορέσω να αποδείξω σ'αυτούς το μεγαλείο αυτού που εκπροσωπώ; Θα μπορέσω να καλύψω το χρυσό ένδυμα και το απαράμιλλο κάλλος των αγαλμάτων από έναν φτωχό και ταπεινό Θεό, θα μπορέσω να μεταφέρω το απλό αλλά αληθινό μήνυμα του Χριστού; Αυτές οι σκέψεις προβλημάτιζαν τον Απόστολο των Εθνών, όχι λόγω της δικής του απιστίας, αυτό άλλωστε δεν μαρτυρείται πουθενά στο Ευαγγέλιο, αλλά λόγω της πορρώσεως των Ελλήνων, οι οποίοι απηχούσαν τα μεγαλεία του παρελθόντος, είχαν όμως απολέσει την σύνδεση λόγων και έργων.
Ο βράχος αυτός, αποτελεί διαχρονικό σύμβολο της άρρηκτης σύζευξης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, αποδεικνύει το μεγαλείο της αλληλοπεριχωρήσεως, ενώ καταδεικνύει την υπεροχή του ζωντανού Θεού, ο οποίος φανερώνεται εν τόπω και χρόνω, λαμβάνει ανθρώπινη σάρκα, πάσχει για κάθε άνθρωπο, ανασταίνεται και ζει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο σαρκωμένος Λόγος ενδύεται με το ανθρώπινο πρόσωπο, γίνεται ο ίδιος πρόσωπο σε μία σχέση κοινωνίας και αγάπης, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με το προσωπείο του αρχαίου θεάτρου. Γιατί; Διότι έτσι προετοίμασε την ουσιαστική αλλαγή του ελληνικού πνεύματος, οδηγώντας προς το Πρόσωπο, προς τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Χριστό, απαλλάσσοντας τον κάθε άνθρωπο από την επιφανειακή προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων.
Αυτό το πρόσωπο προσπάθησε να διατρανώσει ο Παύλος στους Αθηναίους. Αυτή τη νέα θεώρηση του ανθρωπίνου όντος, όχι ως ατομοκεντρική έκφραση, αλλά ως μοναδικό πρόσωπο κατά πάντα ισότιμο και ισόκυρο με την ουσία του Θεού που δεν είναι άλλη από την έκφραση της αγάπης Του προς τον πονεμένο άνθρωπο. Αυτό το στοιχείο έλειπε από την αρχαία διανόηση για να ολοκληρωθεί η μερική τελειότητά της. Αυτόν τον άγνωστο Θεό προσπάθησε να κηρύξει ο Απόστολος της αγάπης στους Αθηναίους, με σκοπό να τους οδηγήσει στην πραγματική πράξη των ιδεών που γέννησαν την δημοκρατία και το ολυμπιακό πνεύμα.
Είναι όμως ιδιαιτέρως επίκαιρο να δούμε πως το πρόσωπο αυτό για το οποίο μίλησε ο Παύλος, έχει αποκτήσει σήμερα τον σεβασμό και την αξία που θα έπρεπε να έχει σε κάθε καλώς νοουμένη αναπτυγμένη κοινωνία. Γίνεται πολύς λόγος για την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τις αξίες που περιγράφουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ιατρική επιστήμη επί παραδείγματι, αναζητά τα όρια αυτού του σεβασμού, αντιμετωπίζοντας τεράστια ηθικά διλήμματα με αποτέλεσμα να συγκρούονται επιστήμη και θεολογία λόγω αυτής της αδυναμίας. Το πρόσωπο όμως, ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας, πολιτισμού και θρησκείας, παραμένει ο μεγάλος ηττημένος αυτής της διαμάχης. Η συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια, η διογκούμενη οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, το καθεστώς του πολέμου, η κοινωνική ανισότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός ωθούν πολλούς ανθρώπους στην λύση της μετανάστευσης προς ένα καλύτερο αύριο, προς μία νέα πατρίδα στην οποία θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα παραπάνω προβλήματα. Σ αυτήν την νέα πραγματικότητα το πρόσωπο ταλανίζεται από τις νέες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει. Εντάσσεται σ έναν νέο χώρο προκλήσεων, διεκδικώντας τα θεμελιώδη και πανανθρώπινα δικαιώματα που αρμόζουν σε κάθε πρόσωπο από όπου και αν αυτό προέρχεται.
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα μέρος σε νεοελληνική απόδοση από τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί φιλοπτωχείας και ευποιΐας, στον οποίο αρκετούς αιώνες πριν συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται προφητικά η σημερινή κατάσταση: "Ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι και οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου και αν κοιτάξεις θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν την ύπαιθρο. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Για χωράφι έχουν την διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Πίνουν νερό από τις κρήνες, όπως τα ζώα και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Κρεβάτι, το έδαφος. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξ αρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη"(4).
Σε πόσους, δεν είναι γνωστές αυτές οι εικόνες που περιγράφει ο πατήρ της Εκκλησίας. Πόσοι εξ ημών δεν αντιμετωπίζουμε καθημερινώς παρόμοιες καταστάσεις; Δεν είναι τρανότατη απόδειξη της εξαθλίωσης του ανθρωπίνου προσώπου οι παραπάνω εικόνες; Γι` αυτόν τον άνθρωπο μίλησε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους. Αυτό το πρόσωπο είναι η ομολογία του Αποστόλου, στο οποίο φανερώνεται ο Ιησούς Χριστός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Αν και σήμερα μιλούσε από αυτόν τον βράχο ο Παύλος και ρωτούσε τους Αθηναίους, όλους εμάς δηλαδή, 2.000 χρόνια μετά την ανάσταση του Θεανθρώπου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βιώνουμε την κατάσταση αυτή; Θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ότι αγαπάμε με τρόπο τέτοιο που να ανοιγόμαστε σε κάποιον άλλο, σε κάποιον ξένο, χωρίς προϋποθέσεις προσωπικής ευδαιμονίας και εγωϊστικής αυταρέσκειας; Η αγάπη στην Εκκλησία αρχίζει από τον Ιησού Χριστό και καταλήγει σε κάθε μέλος Της, δημιουργώντας μία αμφίδρομη σχέση, η οποία φανερώνεται στην ευχαριστιακή σύναξη, δοξάζεται όμως στο πρόσωπο του πλησίον, του άλλου, του ξένου. "Ο γαρ αγαπών, τον έτερον νόμον πεπλήρωκε"(5) υπογραμμίζει ο Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους, αποσαφηνίζοντας το μεγαλείο της αγάπης στην διαπροσωπική σχέση, προσκαλώντας παράλληλα κάθε πιστό χριστιανό να πράξει το ίδιο.
Εμείς, αγαπητοί μου, έχουμε μπροστά μας αυτή την πρόκληση-πρόσκληση για να δούμε τον άλλο ως πρόσωπο, ως ξεχωριστή οντότητα με αξίες και αρχές που χρήζει σεβασμού και τιμής, όχι μόνον επειδή υπάρχει η εκφράζει απόψεις που συμφωνούμε η διαφωνούμε με αυτές, αλλά διότι αντικατοπτρίζει την Τριαδικότητα του Θεού, την δόξα Του και την λάμψη Του, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού επί της γης.
"του γαρ και γένος εσμέν", αυτού του ιδίου γένους και από την ίδια σάρκα είμαστε όλοι πλασμένοι. Ας είναι η σημερινή ημέρα η απαρχή της προσωπικής, πλέον, αναφοράς μας προς τους εγγύς και τους μακράν. Ευχηθείτε, ο Μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος να δέεται προς τον αρχιποίμενα Χριστό για την πραγμάτωση αυτής της ευχής, για την ολοκλήρωση του ευαγγελικού λόγου με σκοπό την απροϋπόθετη και προσωπική αγάπη προς πάντας. Ευχηθείτε να αποχωρήσουμε όλοι από αυτόν τον χώρο, έχοντας ελπίδα ότι μπορούμε να είμαστε πρόσωπα αγάπης, πρόσωπα καταλαγής και συμφιλίωσης, ζωντανές εικόνες ενός ζωντανού Θεού.
Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου