Κατέβαινε στο καταγώγιο ο Μηνάς,
ακόμη μια φορά μόνος,
φυγάς και στρατοκόπος,
την ώρα που ένας αποκαμωμένος ήλιος
βλεφάριζε ξοπίσω του απόσκια και σιωπές.
Στενό το σοκάκι κι αξόμπλιαστο,
το παιδομάνι αργούσε
κι η γειτονιά πίσω από τα παράθυρα
με βλέμματα πετριές σημάδευε,
κορμί που γέμιζε την μπασιά,
ψυχή που δε καταδεχόταν.
Σε μιαν απόμερη γωνιά ο Μηνάς,
πιοτής κι αλαργεμένος,
αγόραζε τον ίσκιο του και τη μοναξιά του,
σύναζε κρυφές στιγμές και μαρτυρίες
και δίκαζε τις μέρες του και τις φυγές του.
Δίπλα του, ξέστρατα λόγια και καημοί,
ψυχές συφοριασμένες,
ξεφλούδιζαν τη μνήμη τους,
τα στήθια τους χαμηλώναν
κι αποτιμούσαν τη ζωή νοσταλγικά
με αμαρτίες άσωτες και πάθη αφορεσμένα.
Και στην επόμενη γουλιά ο Μηνάς,
εξόριστος κι αγλύκαντος,
το νου του στέγνωνε κι άφηνε την ψυχή του,
να ορκιστεί σε κρίματα και σε παραφορές,
σε παρουσίες ευειδείς και εύνοιες ευλογία.
Και η μνήμη εκεί, μικρόψυχα να επιμένει.
Απέναντι δεν έστεκε αγγελόμορφη Εκείνη,
τη σκάλα δεν κατέβαινε νέος ευσταλής,
νεύμα κρυφό κανένα, μειδίαμα πουθενά.
Και όλο να ανακαλεί, και όλο να θυμάται
της ζωής του τα κενά και τις απουσίες.
Το έκτο και τελευταίο από τα "έξι ασταθή βήματα μέχρι τη βεβαιότητα" του Γιώργου Αλεξανδρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου