Τον 1ο αιώνα μ.Χ. συναντήθηκαν τα δύο μεγάλα ρεύματα της ύστερης αρχαιότητας, ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Αναρίθμητοι είναι οι τομείς αντιπαράθεσης αλλά εξίσου πολυάριθμοι και οι τομείς προσέγγισης και δημιουργικής σύνθεσης.
Ένας από τους τομείς, πραγματικά μεγάλης αντιπαράθεσης, ήταν και το θέμα για τη δημιουργία ή όχι του κόσμου. Κόσμος λοιπόν ή κτίση; Προϋπάρχουσα ύλη ως αιτία δημιουργίας ή δημιουργία «εκ του μή όντος» από ένα υπερβατικό Θεό;
Η αρχαία ελληνική σκέψη, όταν αναφέρεται γενικά, στη σχέση Θεού – κόσμου, δεν μπορεί να δεχτεί την έννοια της δημιουργίας, γιατί με τον τρόπο αυτό θα δεχόταν την άποψη ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική αντίληψη (Αναξαγόρας), ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάτι το οποίο προϋπήρχε, κάποια αδιαμόρφωτη ύλη. Δεν υπήρχε περίπτωση ο κόσμος να δημιουργήθηκε από κάποιον άλλον ο οποίος να βρίσκεται εκτός του κόσμου, έναν υπερβατικό Θεό και κυρίως δε δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός».
Ακόμη και στην περίπτωση του Πλάτωνα, όπου γίνεται αναφορά σε ένα δημιουργό Θεό [1], ο οποίος όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι υπερβατικός, ούτε ότι δημιουργεί με την ελεύθερη θέλησή του, γιατί, για να δημιουργήσει τον κόσμο χρησιμοποίησε μια προϋπάρχουσα αιώνια ύλη[2]. Αυτός ο Θεός, δημιουργεί ουσίες σχηματίζοντας την άμορφη ύλη, η οποία μπορεί να δεχτεί όλα τα δυνατά σχήματα και ποιότητες. Η ύλη αυτή, το «μη όν», είναι μια καθαρή δυνατότητα της ύπαρξης, της δημιουργίας και έρχεται σε αντίθεση με το απόλυτο χάος που είναι το «ούκ όν». [3] Έτσι, στη σκέψη του Πλάτωνα, αλλά και όλου του αρχαίου κόσμου, βλέπουμε, ότι από το μηδέν τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει. Πάντοτε πρέπει να υπάρχει κάτι. Ο Θεός είναι κι αυτός ένα μέρος του κόσμου. Στο κοσμοείδωλο λοιπόν του αρχαίου κόσμου, ο Θεός του Πλάτωνα φαίνεται να είναι ένας Θεός που παίζει το ρόλο ενός κοσμήτορα, ενός διακοσμητή. Γι’ αυτό και η λέξη κόσμος στην αρχαιοελληνική αντίληψη, έχει την έννοια της τάξης, του κοσμήματος, του ωραίου.
Το χάος είναι μια λέξη που δεν αρέσει στο Έλληνα. Το απεχθάνεται, αντιπαθεί το ά-σχημον (το χωρίς σχήμα, μορφή), αλλά λατρεύει την αρμονία. Του αρέσει το καλό, το ωραίο, το αρμονικό, το «καλόν καγαθόν». Γι’ αυτό και ο δημιουργός Θεός του Πλάτωνα, ή το «Αγαθόν» των Νεοπλατωνικών ή το «Έν» των Στωικών, επιχειρεί να σχηματοποιήσει την άμορφη πρώτη ύλη του κόσμου. Αυτός ο Θεός δεν θα ήταν το «Αγαθόν» αν δε διαμόρφωνε και δε σχηματοποιούσε το χάος σε κόσμο (στολίδι). Το αδιαμόρφωτο είναι ά-σχημο (χωρίς σχήμα, αδιαμόρφωτος) και ένας ά-σχημος κόσμος δεν έχει θέση στην αρχαιοελληνική σκέψη. Η έννοια του «αγαθού», λοιπόν, στην Ελληνική σκέψη, συνδέεται άρρηκτα με το ωραίο, το όμορφο, το αρμονικό
Στην βιβλική διδασκαλία της δημιουργίας του κόσμου, έχουμε μία θεώρηση εντελώς διαφορετική με την αντίληψη του αρχαιοελληνικού κόσμου. Όταν μιλούμε και αναφερόμαστε στη δημιουργία του κόσμου, δεν αναφερόμαστε σε κάποια φιλοσοφική αλήθεια, αλλά σε κάτι το πραγματικό, στο οποίο πιστεύουμε και το οποίο ομολογούμε ως ορθόδοξοι χριστιανοί: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού καί γης, ορατών τε πάντων και αοράτων»[4].
Η Δημιουργία του κόσμου, η «εκ του μηδενός» δημιουργία, είναι μια πράξη που παράγει κάτι (την κτίση) που βρίσκεται εκτός του Θεού, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τη θεία φύση Του (του Θεού) ούτε με κάποια προϋπάρχουσα ύλη ούτε με τη δυνατότητα ύπαρξης κάποιου κτίσματος εκτός του Θεού. Η δημιουργία του Θεού του χριστιανισμού, σε αντιδιαστολή με τη δημιουργία του Θεού του Πλάτωνα, δεν είναι αποτέλεσμα μια αναγκαιότητας της θείας φύσεως, αλλά αποτέλεσμα της ελεύθερης θέλησής Του. Το κτίσμα (σύμπαν, άνθρωπος), επομένως θα είναι ένα όν μεταβλητό, που μπορεί να περάσει από τη μία κατάσταση στην άλλη. Δεν βασίζεται στον εαυτό του, αφού δημιουργήθηκε από το μηδέν, ούτε δημιουργήθηκε από τη Θεία ουσία, ούτε ο Θεός αναγκαστικά ή νομοτελειακά το δημιούργησε.
Ο κόσμος, το σύμπαν θα μπορούσε να μην υπάρξει. Ο Θεός θα μπορούσε να μη τον δημιουργήσει. Αυτή λοιπόν η ελεύθερη πράξη του Θεού, αποτελεί και το θεμέλιο των όντων.[5]
Η δημιουργία πραγματοποιείται γιατί ο Θεός θέλει να υπάρχει και κάτι άλλο έξω από τον εαυτό Του, με το οποίο να μπορεί να έχει μία διαλεκτική σχέση, να υπάρχει κάτι το οποίο δεν υπήρχε πριν. Γι’ αυτό, στην Ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ομολογούμε με χαρακτηριστικό τρόπο: «Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες…».
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη οντολογική διαφορά ανάμεσα στην αρχαιοελληνική σκέψη για τον κόσμο και τη δημιουργία του και στη βιβλική και πατερική διδασκαλία περί Δημιουργίας της κτίσεως. Για τον Θεό του χριστιανισμού, η δημιουργία είναι μια πράξη οντολογική, δηλαδή μια πράξη με την οποία δημιουργεί μια άλλη ύπαρξη η οποία βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση στην απόλυτα οντολογική της μορφή. Αυτή λοιπόν η ύπαρξη, αυτό το «όν» είναι ένα δώρο ελευθερίας και όχι κάτι το αυθύπαρκτο. Παραπέμπει στην ελευθερία κάποιου άλλου και όχι στον ίδιο του τον εαυτό. Αντίθετα, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική αντίληψη και ιδιαίτερα την αντίληψη του Πλάτωνα, για το δημιουργό Θεό, εδώ έχουμε ένα Θεό ο οποίος ως μοναδική πράξη του έχει τη δυνατότητα μορφοποίησης και σχηματοποίησης της ά- μορφης (χωρίς μορφή) και ά-σχημης ύλης, σε ένα κόσμο ο οποίος θα είναι καλός, όμορφος, αισθητικά αρμονικός και σε τάξη. Το απόλυτο μηδέν, το «ούκ είναι» για τον Έλληνα δεν υπάρχει ως σκέψη, ως αντίληψη. Το «τίποτε» προσπαθεί να το διώξει από τη σκέψη του. Γι’ αυτό το λόγο η δημιουργία στην αρχαιοελληνική σκέψη είναι μια πράξη αισθητική. Στο κοσμοείδωλο του Ελληνισμού, ο κόσμος δεν είναι αποτέλεσμα ελευθερίας βούλησης, αλλά μάλλον μια εξαναγκαστική ενέργεια «αμυδράς και ισχνής μορφής μιας κακής αντανακλάσεως του Θεού»[6].
Μια τέτοια σχέση ανάμεσα στο δημιουργό Θεό και στο δημιούργημα του (κόσμο) χαρακτηρίζεται από την αυθυπαρξία και την κλειστότητα. Το κλειστό αυτό σύστημα, μέσα στο οποίο συνυπάρχουν τα πάντα (η αδιαμόρφωτη ύλη, ο Θεός, ο κόσμος) χαρακτηρίζεται ως ένα ολιστικό σύστημα. Έτσι, σε μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων οι έννοιες «κτιστό» και «άκτιστο» δεν έχουν νόημα ύπαρξης Στο παγανιστικό κοσμοείδωλο η έννοια του άκτιστου θα μπορούσε να υπάρχει μόνο ως κάτι το ά-σχημο και το ά-μορφο. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον αφού ο κόσμος είναι τέλειος και αρμονικός.
Διαλεκτική θεώρηση του παραπάνω σχήματος μπορούμε να έχουμε μόνο στη βιβλική και πατερική αντίληψη της Δημιουργίας. Το κτιστό (σύμπαν, άνθρωπος), ως αποτέλεσμα της ενέργειας της θείας βουλήσεως, δεν είναι κάτι το αυθύπαρκτο, αλλά έχει ένα σημείο επαφής με τη θεότητα. Η ύπαρξη των όντων είναι γενικά «προϊόν» ελευθερίας αλλά και αποτέλεσμα αγάπης. Μια τέτοια θεώρηση σίγουρα δίνει το κάτι διαφορετικό σε ολόκληρη την ύπαρξη. Ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός για να μετάσχει στο πλήρωμα της θείας ζωής, γιατί αυτός είναι και ο προορισμός του. Αυτή την ένωση, καλείται το «κτιστόν» να την πραγματοποιήσει με την ελεύθερη βούλησή του. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου (κτιστόν) με την ελεύθερη βούληση του Θεού (άκτιστον).
Το «κτιστό» όμως είναι από τη φύση του κάτι το φθαρτό, το εφήμερο. Περικλείει μέσα του την απειλή του πλήρους και απόλυτου αφανισμού. Ο θάνατος είναι η διαρκής απειλή του. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ούτε δύναμη επιβίωσης. Ο θάνατος δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί χάρη στην αθανασία της ψυχής. Οτιδήποτε δίνει στο «κτιστό» μόνιμα τη δυνατότητα ύπαρξης, αναιρεί τη διαλεκτική σχέση «κτιστού» - «άκτιστου». Ούτε οι ηθικές ή οι δικανικές λύσεις ούτε και ο ευσεβισμός μπορούν να δώσουν απάντηση. «Ο κόσμος είναι τόσο κτιστός ώστε να μη να μη μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά και τόσο αγαπητός από το Θεό ώστε να πρέπει να ζήσει. Ο θάνατος, ο “έσχατος εχθρός” της υπάρξεως πρέπει να υπερνικηθεί»[7].
Για να μπορέσει το «κτιστό» να αποφύγει τη «μοίρα» του, χρειάζεται ένας νέος τρόπος ύπαρξης. Αυτόν το νέο τρόπο ύπαρξης, χάρισε στον «κτιστό» κόσμο η ενανθρώπιση του Λόγου, με την οποία ο Θεός κατέρχεται στον κόσμο και ο άνθρωπος ανυψώνεται προς τη θεία πληρότητα. Έτσι αγκάλιασε όλη την ανθρώπινη, την κτιστή, τη φθαρτή πραγματικότητα. Έφτασε, ο Θείος Λόγος, μέχρι τα έσχατα όρια του «κτιστού κόσμου", θεώνοντας την «κτιστή του» φύση και επαναφέροντας τη στο αρχέγονο μεγαλείο, αποκαθιστώντας την απόλυτη διαλεκτική σχέση και επικοινωνία ανάμεσα στο «κτιστό» και το «άκτιστο».Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε, ότι ο Δημιουργός Θεός της Πλατωνικής αντίληψης, είναι ένας Θεός ο οποίος δε δημιουργεί με πλήρη ελευθερία βούλησης, αλλά ωθούμενος από κάποια αναγκαιότητα χρησιμοποιώντας μια προϋπάρχουσα ύλη. Στη φαρέτρα της ελληνικής διανόησης το «τίποτε» το «ούκ όν» δεν υπάρχει. Τα πάντα έχουν μια αιτιότητα. Ο οντολογικός αυτός μονισμός οδηγεί την ελληνική φιλοσοφική σκέψη στην έννοια του κόσμου, της αρμονικής δηλαδή συνύπαρξης των όντων μεταξύ τους. Θα μπορούσαμε εύκολα να τον παρομοιάσουμε με ένα διακοσμητή που προσπαθεί να παρουσιάσει ένα άψογο αισθητικό αποτέλεσμα, τοποθετώντας τα πάντα με τάξη. Τίποτε το ά-σχημο και το ά-μορφο δεν υπάρχει, αντίθετα, υπάρχει ένας εσωτερικός δυναμισμός και μια εσωτερική πληρότητα, ένας κόσμος πραγματικά «καλός» και «θείος». Φυσικά και ο Πλατωνικός Θεός, όπως αναφέρεται στον Τίμαιο, δε ξεφεύγει από το ολιστικό κλειστό κοσμοείδωλο του αρχαίου κόσμου, όπου τα πάντα (Θεός, κόσμος, αιώνια ύλη) συνυπάρχουν κατ’ οντολογική αναγκαιότητα, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε διαλεκτική σχέση.
Η βιβλική και πατερική διδασκαλία, μας μιλάει για μια πράξη καθαρά οντολογική που βασίζεται στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον άκτιστο Δημιουργό και στο κτιστό δημιούργημα, σε αντίθεση με την κοσμοθεωρία του ελληνισμού που δεν την επιτρέπει. Σ’ αυτή την παγανιστική κοσμοθεωρία, η «ελευθερία» υπάγεται στο αγαθό.
Το κτιστό όμως έχει την ανάγκη του άκτιστου για να μπορέσει να υπάρξει πραγματικά. Ο Θεός του χριστιανισμού ελεύθερα δημιουργεί κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό του. Το δημιουργεί «εκ του μηδενός» και η αιτία της δημιουργίας δεν είναι κάποια φυσική αναγκαιότητα, αλλά η αγάπη που πηγάζει από την ελευθερία και η ελευθερία που εκφράζεται ως αγάπη.[8]
[1] Στον διάλογο του Πλάτωνος «Τίμαιος»[2] Την ίδια αντίληψη αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα Μεταφυσικά του.
[3] VLADIMIR LOSSKY, Η μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984
[4] 1ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, ή σύμβολον της Νικαίας 325μΧ.
[5] O.π. LOSSKI VLADIMIR 1984
[6] Ο. π. LOSSKI VLADIMIR 1984
[7] ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, «Χριστολογία και ύπαρξη», άρθρο στο περιοδικό Σύναξη, τ.2, 1982
[8] Ο.π ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, 1982
Αλέξανδρε είδα και τις δυο σελίδες σου. Πολύ καλές δουλειές .Συνεχίζουμε δυνατά .Ευχαριστώ για την επίσκεψή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤάσος Ανδριανόπουλος
'Εχεις ταιριάξει το στύλ με το αντικείμενο που πραγματεύεσαι. καλό μου αρέσει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαντελής Έλληνας
πολύ ωραιο μπλοκ
ΑπάντησηΔιαγραφή