Από την αρχή της ύπαρξής του ο άνθρωπος εκστασιάζεται από την εικόνα. Η εικόνα είναι ένα σημείο, ένα σύμβολο που πληροφορεί, κατατοπίζει, δηλώνει. Ένα σύμβολο είναι μια σχέση εξάρτησης και κοινωνίας ουσίας με το συμβολιζόμενο, το οποίο είναι παρόν μέσα στο σύμβολό του[1].
Η εικόνα, ως σημείο ή σύμβολο, αποτελεί για τους Ορθόδοξους χριστιανούς λατρευτικό μέσο του ενός και μοναδικού Θεού. Είναι αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού, γιατί βεβαιώνει ότι το πρωτότυπο υπάρχει αληθινά. Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Με τον τρόπο αυτό φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου.
Στο πέρασμα του χρόνου, πολλοί ήταν εκείνοι που ανέμειξαν τη λατρεία των εικόνων με προκαταλήψεις και πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες ο καθαρά πνευματικός χαρακτήρας του χριστιανισμού έμοιαζε ασυμβίβαστος με τη λατρεία τους. Η εικονοκλαστική (εικονομαχική) περίοδος γεννιέται στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε μια μοναδική διασταύρωση της ακόρεστης για καθαρή πνευματικότητα χριστιανικής πίστης, με τα αιρετικά εικονοφοβικά δόγματα, τις παλιές χριστολογικές αιρέσεις και τις επιδράσεις των μη χριστιανικών θρησκειών του Ιουδαϊσμού και ειδικότερα του Ισλάμ[2].
Όμως, κάποτε η νίκη των εικόνων γίνεται νίκη της Ορθοδοξίας επάνω στους εικονοκλάστες και, παράλληλα στις προγενέστερες αιρέσεις. Η εικόνα αποτελεί και πάλι λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Η τιμή μεταβαίνει στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι, φυσικά, στο υλικό της κατασκευής. Με τις εικόνες ο πιστός διδάσκεται, ότι στην πορεία του προς την «εν Χριστώ» τελείωση θα χρειαστεί να παλέψει με τις δυνάμεις του σκότους, με το πολυώνυμο και ποικιλώνυμο κακό[3], και θα χρειαστεί, ίσως, να σηκώσει το Σταυρό που σήκωσε ο Χριστός, τον ίδιο Σταυρό που σήκωσαν οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Άγιοι.
Η Δυτική Εκκλησία, η οποία παρέμεινε σχετικά αλώβητη από την καταιγίδα της εικονομαχικής έριδας, διαμορφώνει μια διαφορετική άποψη σχετικά με τα σύμβολα και τις εικόνες, στηριζόμενη στην Αυγουστίνεια θεολογία, με αποτέλεσμα, οι εικόνες να έχουν μια χρησιμότητα καθαρά διδακτική και αναμνηστική.
Η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, κάτω από την ορθολογοποίηση όλων των τομέων της ζωής, ρίχνει το βάρος περισσότερο στη μελέτη του φυσικού κόσμου και στην ανθρώπινη γνώση (επιστήμη), παραθεωρώντας τη θεολογία και τη μεταφυσική. Διαμορφώνεται, με την πάροδο του χρόνου, η άποψη ότι η εικόνα μπορεί να μεταφέρει τόσο την αλήθεια όσο και την απατηλή ψευδαίσθηση. Έτσι, αμφισβητείται ο ρόλος της εικόνας και της τέχνης γενικότερα, στην απόκτηση της απόλυτης γνώσης.
Την άποψη αυτή, φαίνεται να εδραιώνει, στα τέλη του 20ου αιώνα, η λεγόμενη ψηφιακή επανάσταση της εικονικής πραγματικότητας[4] των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου, δηλαδή του κυβερνοχώρου, καταλύοντας τη δομική σχέση ανάμεσα στην εικόνα και το αρχέτυπο, αφού πλέον δεν μπορούμε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το αληθινό από το φανταστικό.
Έτσι, με όλο αυτό τον ανασφαλή προβληματισμό του σύγχρονου ανθρώπου, που εστιάζεται στα όρια της ανθρώπινης λογικής και του παραλόγου, φαίνεται να ζούμε σε μια εποχή παρακμής, νιώθοντας ταυτόχρονα, ένα παγκόσμιο πιεστικό αίσθημα, το οποίο εκφράζει ένα τέλος εποχής. Όλη αυτή η εικονική πραγματικότητα των ορατών, που έρχεται σε αντιπαράθεση με την έντονη παρουσία της άλλης διάστασης που αφουγκράζεται η ψυχή μας, μας θέτει έντονα το ερώτημα, αν τελικά διαδραματίζεται ένα ανισόρροπο παιχνίδι μεταξύ της αλήθειας και του ψεύδους, του πραγματικού και του ουτοπικού, της ύλης και του πνεύματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Π. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Ορθοδοξία, εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, σ.301
[2] Β. BOBRINSKOY, «Σύντομη ανασκόπηση της εικονομαχίας», (μετάφραση Δήμητρας Καραμπέρη) διαθέσιμο στο διαδίκτυο: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/contacts_bobrinskoy_querelle.html
[3] Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1972, σ.116
[4] Η εικονική πραγματικότητα ή virtual reality είναι η δημιουργία, μέσω της προσομοίωσης, μιας πλασματικής πραγματικότητας, με την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όρασης, της ακοής. Προσομοιώνονται, με τον τρόπο αυτό κάποιες αισθήσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να υποκατασταθεί το αληθινό, μέσω του αληθοφανούς. (Β. ΣΤΡΑΤΗ, «Εικονική πραγματικότητα: όταν το αληθινό είναι αληθοφανές», άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, στις 16/5/1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου