Τ’
όνειρο που φτερούγισες στον άνεμο πουλί
και
μάγεψες στις θάλασσες τραγούδι,
δεν
έφτασε μακρύτερα απ’ τ’ ουρανού την άκρη
γιατί
δεν είχαν πέρασμα σε ξέφωτα οι καιροί,
οι
ορίζοντες χαμήλωναν σε φράχτες και σκιές,
κι
εσύ πρώτη φορά κι αμάθητη στο σκίρτημα
της ψυχής
θωρούσες
με τα μάτια σου τις ομορφιές του κόσμου.
Καράβι πρωτοτάξιδο έσμπρωξα στα
πέλαγα το δικό μου
με
το νοτιά, με το βοριά, στου ήλιου τα γυροτόπια
μα
δεν ανοίχτηκε απ’ την ανατολή πιο πέρα
γιατ’
είχανε σβηστεί τ’ Αυγερινού τα σημάδια ,
οι
γοργόνες που τ’ απάντησαν το κράτησαν σε λιμάνια
κι
εγώ πρώτη φορά ταξιδευτής στ’ αφρόσκεπο το κύμα
σε
κοντινά κι απάνεμα ζύγιαζα τα πέρατα του κόσμου.
Φτάσαμε
αργά στο φέγγισμα και στο βασίλεμα νωρίς.
Γδαρμένοι
βράχοι η ψυχή κι ο νους φευγάτος γλάρος
γιατ’
είχε ο κόσμος σύνορα κι ένα θλιμμένο βλέμμα
ίδιο
με του ζητιάνου έρωτα με του ηλιού τη χάση.
Βαθιά
σιωπή ο σπαραγμός και η απόγνωση ηχώ ,
τι
ήταν μικρός ο πηγαιμός και τ’ όνειρο
ουτοπία
που
στοίχειωσε το γυρισμό στο παλιό αραξοβόλι.
Με την εκφραστική πένα του Γιώργου Αλεξανδρή.