Η
θρησκεία και ο πολιτισμός αποτελούν θεμελιώδη φαινόμενα της ανθρώπινης ζωής, τα
οποία ουσιαστικά, είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά μερικές φορές και
αλληλοεξαρτώμενα. Ο πολιτισμός αναφέρεται στο «εδώ», η θρησκεία αναφέρεται και αυτή στο ενδοκόσμιο «εδώ», αλλά και στο υπερκόσμιο «επέκεινα».
Η
πορεία λοιπόν της ανθρωπότητας, μέσα από μια αδιάκοπη διαδικασία αναμείξεων και ομογενοποίησης, ανακατατάξεων,
διαχωρισμού και διαφοροποίησης, οδήγησαν στην δημιουργία των μεγάλων
πολιτισμών. Ο πολιτισμός της εποχής μας χαρακτηρίζεται από την ομογενοποίηση,
αλλά και την αναζήτηση της προσέγγισης και της κοινωνίας.
Μια
άλλη λέξη, πιο σύγχρονη και με ευρεία σήμερα διάδοση, είναι η παγκοσμιοποίηση.
Η τεχνολογία, σήμερα βοηθά ώστε τα αγαθά
του πολιτισμού μας να φτάνουν παντού με χαρακτηριστική ευκολία. Εμπορικά και βιομηχανικά
προϊόντα, καταναλωτικά αγαθά, χρήμα, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει τα πάντα στη
διάθεσή του, όλα και όλοι μπορούν να βρεθούν οπουδήποτε στον κόσμο και
οποτεδήποτε, χάρη στην τεχνολογία επικοινωνίας και μεταφορών.
Μια
Νέα Τάξη πραγμάτων διαφαίνεται. Αυτή η Νέα Τάξη αν και φαίνεται ότι συνδέει
εξωτερικά τους ανθρώπους, ότι ευνοεί την αμοιβαία προσέγγιση και επικοινωνία,
ότι αμβλύνει οξύτητες και διαφορές κοινωνικές ή θρησκευτικές στην
πραγματικότητα οδηγεί στην μαζοποίηση, στον αφανισμό του προσώπου, στην
ισοπέδωση των πολιτισμών, σε μια ομογενοποίηση που αρχίζει από την εμφάνιση, τη
συμπεριφορά των ανθρώπων και καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.
Μέσα
σ’ αυτό το πλαίσιο, γίνεται περισσότερο από φανερό το αδιέξοδο που
δημιουργείται για το ανθρώπινο πρόσωπο. Η Εκκλησία εδώ, μπορεί να βοηθήσει τον
άνθρωπο να ανακαλύψει την αλήθεια και την αξία του προσώπου για να καταξιωθεί
και να ενεργοποιηθεί. Το πρότυπο που προβάλλει η Εκκλησία είναι το πρόσωπο του
Χριστού. Στο πρόσωπό Του αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα πέρα από την
κτίση, πέρα από το άπειρο, πέρα από την αιωνιότητα. Στο ασκητικό ιδανικό του
Χριστιανισμού, το πρόσωπο, με την βοήθεια της Θείας Χάριτος, αντιλαμβάνεται
ότι αν το «εγώ» με όλα τα επακόλουθά του δεν αφανιστεί, δεν μπορεί να
συνενωθεί με το παγκόσμιο «εμείς».
Το
αδιέξοδο, που φαίνεται να δημιουργείται στην ανθρωπότητα δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτα
μοιραίο. Η Εκκλησία, σε μια τέτοια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, οφείλει να
διαλέξει το δρόμο της συνεργασίας και της διακονίας με τις άλλες χριστιανικές
Εκκλησίες και Ομολογίες, γιατί αυτό είναι καθήκον και υποχρέωση της.
Της
διακονίας γιατί η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Καθίδρυμα, το οποίο έχει ως
αποκλειστικό στόχο να οδηγήσει τον άνθρωπο, ως άλλη Κιβωτός, στη «θέωση», στο «αρχέγονο μεγαλείο».
Ο όρος
παγκοσμιοποίηση, ο οποίος εμπλούτισε το λεξιλόγιό μας τα τελευταία χρόνια είναι
σχετικά νέος. Πολλές και ποικίλες είναι οι ερμηνείες του όρου αυτού. Σύμφωνα
λοιπόν, με μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, παγκοσμιοποίηση αφενός είναι η
αντίληψη και οργάνωση του κόσμου ως ενιαίου, αφετέρου, με τον τρόπο αυτό ο
κόσμος καθίσταται πραγματικά ενιαίος μέσα από την οργάνωσή του
.
Αυτό σημαίνει, ότι η κυκλοφορία των αγαθών,
υπηρεσιών, κεφαλαίου, τεχνολογιών αλλά και ανθρώπων πραγματοποιούνται πλέον σε
παγκόσμια κλίμακα, καθώς οι χώρες σε όλο τον κόσμο
«ανοίγονται» και έρχονται σε ολοένα και μεγαλύτερη επαφή μεταξύ
τους
.
Είναι γνωστό εξάλλου, ότι η πορεία του ανθρώπινου γένους είναι μια αδιάκοπη
διαδικασία αναμίξεων και ομογενοποίησης, φύλων, φυλών, γλωσσών, πολιτισμών, μια
πορεία προς τον άνθρωπο με αφηρημένη αλλά και με καθολική μορφή.
Επομένως, είναι μια σύνθετη, θα λέγαμε, διαδικασία εξέλιξης του κόσμου, με
πνευματική αλλά και υλική βάση και διάσταση. Αποτελεί, δηλαδή, ταυτόχρονα
αντικειμενική εξέλιξη αλλά και επιδίωξη, μια αναγκαιότητα.
Η πορεία προς
την παγκοσμιοποίηση έγινε εφικτή, κατά πρώτο λόγο χάρη στην έμφυτη ανθρώπινη
κλίση προς την καθολικότητα και τα κοινά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης και
κατά δεύτερο λόγο, χάρη στην τεχνολογία
, η
οποία κατάφερε να κάνει τον κόσμο πραγματικά ενιαίο, εκμηδενίζοντας τις
αποστάσεις και κάνοντας ενιαίες τις λειτουργίες του.
Με τον τρόπο
αυτό, μπορούμε να δούμε και να ζήσουμε τα καλά και θετικά της παγκοσμιοποίησης,
όπως τη επικοινωνία
και τη διακίνηση σε κάθε
γωνιά του πλανήτη μας των ανθρώπων και των ιδεών τους, τη γνωριμία με τη
θρησκευτική πίστη και τον πολιτισμό άλλων λαών. Με την έννοια αυτή, και κάτω
από το πρίσμα της αλληλοκατανόησης και της συνύπαρξης των ανθρώπων, συνέπεια
της παγκοσμιοποίησης, τα αγαθά του πολιτισμού μας γίνονται εύκολα κτήμα όλων
των ανθρώπων, αίρονται οι προκαταλήψεις
και
μπορεί πιο εύκολα να καταπολεμηθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, που συνδέεται με
τα αρνητικά σημεία της παγκοσμιοποίησης.
Όμως η ανθρώπινη
ανάγκη για εξουσία και επιβολή αυτής σε όσο το δυνατό ευρύτερο πεδίο. Οδηγεί σε
αυτό που κάποιοι αποκαλούν «νέα τάξη
πραγμάτων» ή για μια «Νέα Εποχή». Αυτή
τη «νέα τάξη» την πρεσβεύουν οι
αποφάσεις και οι ενέργειες των μεγάλων και ισχυρών κρατών, οργανισμών αλλά και
των πολυεθνικών εταιριών. Όλοι αυτοί επιδιώκουν, μέσα από αποσυνθετικές
διεργασίες, τη διάλυση των μεγάλων πολιτισμών και την πτώση του επιπέδου
καταμερισμού και της κοινωνικής πολυπλοκοποίησης, οδηγώντας τελικά τις
ανθρώπινες κοινωνίες στην απόλυτη ομογενοποίηση. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι δεν
πρόκειται για κάποιο αυτόνομο φαινόμενο αλλά μάλλον για ιδεολογία με
πολιτικοοικονομικούς προσανατολισμούς η οποία σχεδιάζεται και μεθοδεύεται από
τους ισχυρούς της γης.
Η επιβολή αυτής
της ιδεολογίας γίνεται πάντοτε για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ισχυρών,
ακόμη και με τη δύναμη των όπλων, στο όνομα της ελευθερίας και των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, οπουδήποτε, σε ολόκληρο την υφήλιο, αφού ζούμε πλέον σε ένα «παγκόσμιο χωριό». Αυτή η
παγκοσμιοποίηση της εξουσίας και η δυνατότητα άσκησης βίας, κάνουν
πραγματοποιήσιμη την παγκόσμια κυριαρχία. Φυσικό είναι η διασφάλιση των
συμφερόντων των λίγων και ισχυρών, να δημιουργήσει πολλούς οι οποίοι πλήττονται
ολοένα και περισσότερο από την επιβολή αυτής της ιδεολογίας. Τα δεινά όμως αυτής της παγκόσμιας ιδεολογίας
αρχίζουν και απλώνονται ολοένα και
περισσότερο δημιουργώντας προβλήματα όπως η φτώχεια, η παιδική εργασία, η
ανεργία μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, η κατάργηση κεκτημένων δικαιωμάτων, η
άνιση κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πηγών στις υπανάπτυκτες χώρες, κάτι το
οποίο αρχίζει να εμφανίζεται και στις ανεπτυγμένες χώρες κ.α.
Ανάμεσα σε όλα
αυτά που σχετίζονται με τον οικονομικό τομέα αλλά και την κοινωνία, οφείλουμε
να κάνουμε λόγο και την παγκοσμιοποίηση της βίας και της τρομοκρατίας, που
λαμβάνει πλέον χώρα σε πολλαπλά επίπεδα οργάνωσης του κόσμου.
Τα
ακραία πολιτικοθρησκευτικά κινήματα, που επικράτησε να χαρακτηρίζονται
«φονταμενταλιστικά»
, συνδέονται αρνητικά με
την παγκοσμιοποίηση αλλά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι πνευματικά παιδιά
της, επειδή παρατηρείται σιγά-σιγά μια στροφή και αναζήτηση του θείου από
ανθρώπους που
έχουν απολέσει τις ελπίδες
τους
βιώνοντας με τον τρόπο αυτό τα
αρνητικά της παγκοσμιοποίησης.
Ζούμε έτσι σε
μια κοινωνία, όπου επιβάλλεται ακούσια ή εκούσια ένα ισοπεδωτικό κοινωνικό και
πολιτισμικό πρότυπο απρόσωπης ατομοκρατίας και καταναλωτικής ευδαιμονίας. Με
τον τρόπο αυτό, παγιώνεται η παθητικότητα, η αδράνεια και η έλλειψη
αντανακλαστικών σε ολοένα και αυξανόμενες ανθρώπινες μάζες. Με την αμέριστη
βοήθεια των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
και
των ανούσιων και άχρηστων προτύπων, που έντεχνα προωθούνται με ποικίλους
τρόπους σε ολόκληρο τον κόσμο, γαλουχήθηκαν και γαλουχούνται συνειδήσεις
διψασμένες για το εμφιαλωμένο, αχόρταγες για το μεταλλαγμένο, συνοδοιπόρες με
το εφήμερο και συμμέτοχες με το διαπλεκόμενο
.
Δημιουργείται
λοιπόν ένας νέος τύπος ανθρώπου-ατόμου, όπου καθοριστικό ρόλο δεν παίζουν πλέον
οι συλλογικές ανάγκες και οι συλλογικές επιτυχίες, αλλά το μόνο που έχει νόημα
πλέον είναι η ατομική επιτυχία και ευτυχία. Οδηγούμαστε έτσι σε μια
αλλοτριωμένη κοινωνία με απρόσωπους ανθρώπους-άτομα, αδιάφορους για τα κοινά,
την πολιτική, τη φιλία, τη φυσική ανθρώπινη επαφή, το Θεό. Είναι σαφές, ότι η
ομογενοποίηση των προσώπων και όχι η εξύψωσή τους ως πρόσωπα, οδηγεί αργά ή
γρήγορα σε ανωμαλία.
Αυτή η κοινωνία
είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο, για την αξιοπρέπειά του, σαρώνοντας στο πέρασμά
της παραδόσεις και θρησκείες, αλλοιώνοντας συνειδήσεις και αγωνιζόμενη να
εγκαθιδρύσει τη Νέα Τάξη πραγμάτων. Η ανθρώπινη κοινωνία, όμως, μπορεί να είναι
αληθινή μόνο ως κοινωνία ετεροτήτων, μόνο ως κοινωνία ανεπανάληπτων προσώπων με
παγκόσμιο πνεύμα.
Παρατηρείται
όμως, εκτός από την προσπάθεια αποδυνάμωσης της θρησκείας, και η ενδυνάμωση,
αντίστοιχα και αναζήτηση εκ νέου του Θεού. Σε κοινωνίες, που μαστίζονται από τα
προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, οι άνθρωποι, μη έχοντας που να εναποθέσουν τις
ελπίδες τους, μη έχοντας κάποιον να νοιαστεί πραγματικά γι’ αυτούς, να σκύψει
πάνω από τα προβλήματά τους, που πολλές φορές είναι προβλήματα επιβίωσης,
στρέφονται στο Θεό. Αυτή, όμως η «επιστροφή
στο Θεό», η «επιστροφή της
θρησκείας», η δυναμική επανεμφάνιση του θρησκευτικού παράγοντα στη δημόσια
σφαίρα και στο προσκήνιο της ιστορίας και της πολιτικής, όπως προαναφέρθηκε,
χαρακτηρίζεται από πολλές πλευρές, με τον όρο «φονταμενταλισμός», και αποτελεί παιδί, αποπαίδι, θα λέγαμε της
παγκοσμιοποίησης.
Αντίθετα με όλα
αυτά, η Ορθοδοξία, έχοντας ως σημείο αναφοράς την πρώτη Εκκλησία των
Ιεροσολύμων, ορίζεται ως η «μίαν, Ἁγίαν,
Καθολικὴν
καὶ
Ἀποστολικὴν
Ἐκκλησίαν».
Ένα ακόμη από τα
χαρακτηριστικά της, είναι και η παγκοσμιότητά της. Αυτή δεν έχει σχέση με την
παγκοσμιοποίηση, αλλά στέκεται στους αντίποδές της. Η εκκλησία δεν επιβάλλεται
ως δύναμη ή ως «Νέα Τάξη πραγμάτων»
αδιαφορώντας για τον κόσμο και τον άνθρωπο, αλλά αντίθετα στόχος και σκοπός της
είναι η αποκατάσταση της ενότητας
ανθρώπου – Θεού, αφού σέβεται την ιδιαιτερότητα του προσώπου και της κοινωνίας,
καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό την αρμονία και την πληρότητα. Η Εκκλησία
ενδιαφέρεται πρώτιστα για τον άνθρωπο, γιατί όλοι μας γεννιόμαστε από την ίδια
μητέρα, την Εκκλησία, και τρεφόμαστε με την ίδια τροφή, το Χριστό. Γιατί η
Εκκλησία, ως τύπος και εικόνα του «σύμπαντος
κόσμου», είναι ολόκληρος ο κόσμος στη σωστή προοπτική του. Έτσι
παραμένοντας ανοιχτή προς όλους, όλο τον κόσμο, αυτός καταξιώνεται και
μεταμορφώνεται πραγματικά μόνο μέσα σε αυτή. Γι’ αυτό η ένταξη του ανθρώπου στο
σώμα της Εκκλησίας, οδηγεί στην καταξίωση και στη θέωσή του.
Ο άνθρωπος δεν
μπορεί να προσεγγίσει το Θεό με έπαρση και εγωισμό, που τον δηλητηριάζουν και
φαλκιδεύουν την προσωπική και κοινωνική του ζωή,
παρά μόνο με την ταπείνωση και την πλήρη
εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να γίνει η πρόσληψη του
ανθρώπου από το Θεό μέσα από τη σωτηριολογική προοπτική του Θεανθρώπου Χριστού.
Έτσι φανερώνεται ότι
«Ὁ
Θεός ἀγάπη ἐστί» και η αλήθεια της αγάπης του Θεού
μπορεί να γίνει γνωστή μόνο με τη βιωματική προσέγγιση
. Όσο ο άνθρωπος δε ζει την αγάπη, όσο αποκόπτεται από τους άλλους
ανθρώπους ενδιαφερόμενος μόνο για την προσωπική του ευδαιμονία μέσα σε μια
απρόσωπη κοινωνία δε μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Όταν γνωρίσει την αληθινή
αγάπη, δε μπορεί να μην αναγνωρίσει σε αυτή το Θεό.
Με τη συμμετοχή
μας στα μυστήρια του Αγίου Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, φανερώνεται η
αγάπη που ενώνει όλους τους πιστούς, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια
καινούρια ύπαρξη, το Πανάγιο σώμα του Χριστού μας, την Εκκλησία. Με την ενεργή,
απαραίτητη και ταυτόχρονα συνειδητή συμμετοχή μας στη Μυστηριακή και Λατρευτική ζωή της Εκκλησίας,
μπορεί ο άνθρωπος να καθαρίσει την καρδιά του από τα πάθη του, για να αξιωθεί
της χάρης του Κυρίου, μέσω του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος.
Οι νόμοι και οι
αξίες του κόσμου μας μπορούν να έχουν καιρική ή διαχρονική ισχύ. Μπορεί να
εξυπηρέτησαν και να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων και ισχυρών του
κόσμου αυτού. Το θεμέλιο όμως της χριστιανικής ζωής, ο Χριστός, δεν είναι
καιρικός ούτε διαχρονικός, αλλά αιώνιος και υπερχρονικός. Συχνά ταυτίζεται η
τήρηση της χριστιανικής ηθικής με την αποδοχή αξιών και την εφαρμογή νόμων ή
κανόνων που προέρχονται από το Ευαγγέλιο και την παράδοση της Εκκλησίας. Το να
μένει όμως κάποιος, μέσα στο χριστιανικό κόσμο, πιστός σε ορισμένες αξίες ή να
φαίνεται συνεπής στην τήρηση χριστιανικών κανόνων, χωρίς να υπάρχει αυτή η
προσωπική σχέση με το Χριστό, είναι πραγματικά
«δώρον άδωρον». Ο χριστιανισμός δεν αποβλέπει στο νοικοκύρεμα της
ατομικής, οικογενειακής ή κοινωνικής μας ζωής.
«Σκοπός του είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον εγωκεντρισμό και
η ένταξή του στην προοπτική της καινής κτίσεως, της κοινωνίας της θεώσεως».
Η σημερινή
κατάπτωση του κόσμου και της κοινωνίας, συνεπεία των αρνητικών της
παγκοσμιοποίησης, οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος σε μια ενορχηστρωμένη
προσπάθεια επιβολής της Νέας Τάξης ή της Νέας Εποχής, που σαν οδοστρωτήρας
περνάει και ισοπεδώνει γλώσσες, πολιτισμούς, παραδόσεις, εθνικές ιδιαιτερότητες
με την υιοθέτηση κυρίως των υποπροϊόντων μιας κουλτούρας υποτίθεται παγκόσμιας.
Στόχος είναι χώρες και άνθρωποι που παρουσιάζουν αυξημένο δείκτη αντίστασης σε
όλα αυτά τα χρωματιστά και εύπεπτα που μας προωθούν. Για να γίνουν όλα αυτά
πραγματικότητα, χρειάζονται ένα απρόσωπο ανθρώπινο κοπάδι για να το κατευθύνουν
εύκολα και όχι υπεύθυνους πολίτες, πρόσωπα.
Στην Ορθόδοξη
Εκκλησία, ο Θεός που μας δημιούργησε
«εκ
του μη όντος»,
είναι πρόσωπο και το τελειότερο δημιούργημά του επίσης είναι πρόσωπο. Το
πρόσωπο νοείται ως ελευθερία και ετερότητα. Το πρόσωπο είναι το
«εσύ», που βρίσκεται απέναντι από το
«εγώ», είναι δηλαδή ο άλλος. Το πρόσωπο,
ως ελευθερία και ετερότητα είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, όχι μόνο πνευματικά
αλλά και ψυχοδιανοητικά και βιολογικά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, της
ελευθερίας και της μοναδικότητας, ό άνθρωπος, τα έχει ως δώρα, χαρίσματα από το
Δημιουργό του.
Μόνο μέσα στο χώρο της
Εκκλησίας, στο πνευματικό ιατρείο, καταξιώνεται ο άνθρωπος ως πρόσωπο.
Καταξιώνεται με την αληθινή θεογνωσία και κοινωνία με το Θεό. ο άνθρωπος, με τη
χάρη του Θεού και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος προσπαθεί να Τον προσεγγίσει,
να έρθει σε κοινωνία μαζί Του, να επιτύχει τη θέωση. Στη σύγχρονη κοινωνία
όμως, χάνεται η διάθεση για προσέγγιση και κοινωνία. Στην αναζήτηση αυτής της
προσέγγισης, συχνές είναι οι διαψεύσεις και οι απογοητεύσεις. Αυτή η κοινωνία
της Νέας Εποχής, η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, θέλει ανθρώπους ατομιστές,
ανθρώπους που φέρουν την περηφάνια του μεταπτωτικού ανθρώπου, ενός ανθρώπου που
δε θέλει να είναι πρόσωπο, αλλά αντίθετα αγωνίζεται να το καταργήσει.
Ο κάθε άνθρωπος,
φέρει από τη φύση μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ωθούμενος όμως από τη
φιλαυτία, από την οποία πηγάζουν όλα τα πάθη του, αρνείται να δει και να νιώσει
την ενότητα της ανθρωπότητας, αλλά περιορίζεται και αυτοπαγιδεύεται μέσα στο
εγώ του, την ατομικότητά του. Το προπατορικό αμάρτημα είναι εκείνο που
απομάκρυνε τον άνθρωπο από την πηγή της αιώνιας ζωής, που τον διέσπασε, που τον
αποξένωσε πρώτα από τον πλησίον και από τον κόσμο. Η ενότητα ή η διάσπαση της
ανθρωπότητας είναι και ενότητα ή διάσπαση του κάθε ανθρώπου.
Διασπασμένοι άνθρωποι είναι αδύνατο να συγκροτήσουν ένα ενοποιημένο κόσμο. Η
διάσπαση του κόσμου είναι απόρροια της εσωτερικής διάσπασης του ανθρώπου. Την
απάντηση εδώ έρχεται να δώσει το ασκητικό, μοναστικό πνεύμα της Εκκλησίας μας.
Οι μεγάλοι Ασκητές
Πατέρες της Εκκλησίας, καλλιεργούσαν την εσωτερική ενότητα, επαναφέροντας το
νου εκεί έπρεπε να κοιτά, μέσα στην καρδιά, το πνευματικό κέντρο της
ύπαρξης. Εκεί, αν και φαίνεται ότι ο
μοναχός αδιαφορεί για τους άλλους και ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, ανακαλύπτει
και βρίσκει την εσωτερική του ενότητα και γαλήνη. Ανακαλύπτοντας όμως την
ενότητα και τη γαλήνη του, διαπιστώνει και την ενότητά του με ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Τότε, η καρδιά του «διαστέλλεται»
και προσλαμβάνει αγαπητικά ολόκληρο τον
κόσμο. Αυτό που συντελείται εκεί, συντελείται με την ενέργεια του Θεού, που
αποκαλύπτεται μέσα στον άνθρωπο και συνεργάζεται μαζί του.
Ασκητισμός, δεν
είναι όπως πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, νηστεία και παρθενία για την προσπάθεια
αποκοπής από την επιθυμία, αδιάλειπτη προσευχή για την ενδυνάμωση στον αγώνα
κατά των παθών, απόλυτη υπακοή. Όλα αυτά αντιπαρατίθενται με τον
παγκοσμιοποιημένο εγωκεντρικό άνθρωπο που βάζει πάνω από όλα την εγωιστική
ικανοποίηση των παθών του, που εφαρμόζει τη βία στην σκληρότερη μορφή της, που
γίνεται τελικά υποχείριο του ισοπεδωτικού ομογενοποιημένου κόσμου.
Σκοπός του μοναχού είναι η πλήρης
απελευθέρωση από οτιδήποτε κοσμικό, από οτιδήποτε τον δένει με τα πάθη, τα
κτήματα. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό, πρέπει πρώτα να αποχωριστεί
όλα αυτά που τον κρατούν δέσμιο του κόσμου. «
Αν δεν αφανιστεί το ατομοκεντρικό, δεν μπορεί να φανερωθεί το
παγκόσμιο». Το καταλυτικό στοιχείο στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι η
παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο. Μια καινούρια προοπτική ανοίγεται για την
ανθρωπότητα. Ο Χριστός, προσλαμβάνοντας
«τον
όλον άνθρωπον» και θεώνοντας τον με την ένδοξη Ανάστασή Του, δίνει σε όλους
μας το μήνυμα της σωτηρίας. Ο μοναχός, προσπαθεί να ανταποκριθεί με συνέπεια
στην πρόσκληση αυτή του Κυρίου, επιτυγχάνοντας την αποδέσμευση από τα πάθη.
Όταν προσεύχεται λέγοντας
«Κύριε Ιησού
Χριστέ Υιέ Θεού, ελέησόν με», δεν αναφέρεται
εγωιστικά στον εαυτό του, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, συμπεριλαμβάνει όλο τον
κόσμο, όλους τους ανθρώπους, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την ευρύτατη
αγαπητική προσέγγιση. Η
«εν Χριστώ ζωή»
που είναι το ζητούμενο όλων των πιστών, αντικατοπτρίζει αυτό ακριβώς το αίσθημα
της ενότητας
«του σύμπαντος κόσμου, σε αντίθεση με
το αίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης του παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου.
Η Ορθόδοξες
τοπικές Εκκλησίες, λαμβάνοντας τα μηνύματα
των καιρών, δε μένουν με
«σταυρωμένα
χέρια», αλλά δραστηριοποιούνται
«ίνα
αναζωπυρωθεί και ενισχυθεί πρό παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη
λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν
Χριστώ…» . Αυτή η προσπάθεια της
Εκκλησίας να προσεγγίσει όλο τον κόσμο μέσω του Οικουμενισμού
και
του διαλόγου που ξεκίνησε ανάμεσα
στις
γνωστές Ομολογίες και Δόγματα, μέσω του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών,
γίνεται όχι
«δια το θεαθείναι»,
αλλά
«…εις
το τείνειν εκάστοτε αμοιβαίως χείρα βοηθείας και αντιλήψεως πολλά τα αγαθά εις
δόξαν και εις όφελος εαυτών τε και του χριστιανικού σώματος επιτελέσουσι και
κατορθώσουσι». Έτσι λοιπόν, σε μία εποχή, όπου όλοι οι
λαοί και τα Έθνη της γης εργάζονται αδιάκοπα και εντατικά για την προσέγγιση
ανάμεσά τους και την κοινή αντιμετώπιση
των προβλημάτων τους,
«…το έργον της προσεγγίσεως και της
συνεργασίας πασών των Χριστιανικών Ομολογιών και Οργανώσεων εστίν υποχρέωσις
ιερά και καθήκον άγιον, απ’ αυτής της ιδιότητος και της αποστολής αυτής
απορρέον».
Οι Εκκλησίες
λοιπόν αποφάσισαν τη συνεργασία, ώστε να βοηθήσουν η μια την άλλη, για να
ωφεληθούν οι ίδιες, δηλαδή ολόκληρο το χριστιανικό σώμα. Η συνεργασία αυτή αρχικά
περιλαμβάνει συμφωνίες για την αποδοχή κοινών σημείων, όπως την παραδοχή
ενιαίου εορτολογίου για τον ταυτόχρονο εορτασμό μεγάλων εορτών, ανταλλαγή
επιστολών συμπαράστασης σε δύσκολες περιόδους, επικοινωνία και διάλογο μέσω
αντιπροσώπων για θέματα δογματικών διαφορών, σεβασμού διαφορετικών εθίμων,
κοινωνικών εκδηλώσεων κ.α.
Εκεί, όμως που
χρειάζεται η μέγιστη συνεργασία και συνάφεια ανάμεσα στις Χριστιανικές
Εκκλησίες και Ομολογίες, στο πνεύμα του Οικουμενισμού, είναι να μπορέσουν
ενωμένες όλες, να σταθούν μπροστά στα μεγάλα κοινωνικά και πνευματικά
προβλήματα των ανθρώπων που μαστίζονται από τις αρνητικές συνέπειες της
παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας. Οι Εκκλησίες οφείλουν να σταθούν αρωγοί και
συμπαραστάτες στους ανθρώπους εκείνους, που μη έχοντας που να εναποθέσουν τις
ελπίδες τους για ζωή, παρασύρονται καταστρέφοντας σιγά σιγά τον εαυτό τους από
τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών ή για εκείνους που ζουν στο περιθώριο της
κοινωνίας, κυριολεκτικά
«μη έχοντες που
την κεφαλήν κλίναι». Οφείλουν όμως να ενδιαφέρονται και για εκείνους που
τελούν
«… υπό την σημαίαν της εξωραϊσεως
του βίου και της απολαύσεως της ζωής θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια, η υπό το
κάλυμμα της ελευθερίας και χειραφετήσεως της σαρκός μόλις συγκαλυπτομένη
φιληδονία και ηδυπάθεια, η υπό το εύσχημον όνομα της αναπτύξεως της φιλοκαλίας
και της καλλιεργείας των ωραίων τεχνών ακολασταίνουσα ασχημοσύνη…».
Είναι κάτι
παραπάνω από γνωστό πλέον, ότι ζούμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την
ομογενοποίηση σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι
επίσης γνωστό, ότι αυτή η ομογενοποίηση, ή παγκοσμιοποίηση, υπηρετεί την
ποσότητα και την υποδούλωση του ανθρώπου στην ύλη. Όταν όμως ο άνθρωπος
υποδουλώνεται στην ύλη, χωρίς την πνευματικότητα που δίνει το μέτρο στη ζωή
του, τότε αυτή γίνεται αιτία διαίρεσης και αδικίας στην κοινωνία.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος, αισθάνεται τόσο μόνος, τόσο άδειος, τόσο γυμνός. Σε αυτό το
πνευματικό σκοτάδι και στη σύγχυση του σύγχρονου κόσμου, η Εκκλησία αντιτάσσει
το φως και την αλήθεια του Χριστού. Όταν ό ίδιος ο Κύριος λέει «εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή», τότε
το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η πνευματική εγρήγορση, η μετάνοια και η
προσευχή. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, να
αναπτύξουμε τα «πνευματικά»
αυτά «αντισώματα», ώστε να μπορέσουμε
να αντισταθούμε στη δαιμονική «πνευματικότητα»
της Νέας Εποχής.
Στην Εκκλησία, όλοι
οι χριστιανοί, αφού αδειάσουμε τον εγωισμό μας, αφού ταπεινωθούμε, μπορούμε να
δεχτούμε κοντά μας όλους τους άλλους, ολόκληρη την ανθρωπότητα, υπερκεράζοντας
τις κάθε είδους διακρίσεις. Η ενότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδας, που
πραγματοποιείται με την αγαπητική περιχώρηση των προσώπων, μπορεί και πρέπει να
αποτελεί το πρότυπο για την ενότητα των ανθρώπων. Αυτή την αγάπη, την κένωση που
προβάλλει ο Κύριος, προτείνει και έχει ως
παρακαταθήκη η Εκκλησία, για τη σωτηρία
του ανθρώπου. Αυτή η μαρτυρία της, είναι αυτή που μας δίνει την ελπίδα για το μέλλον. Ένα μέλλον, όπου με
οδηγό τον Κύριο, ως πρόσωπο, αφθαρτίζεται η κτιστότητα και γίνεται
πραγματικότητα η παγκοσμιότητα.