Αιφνιδιαστικά και εν μέσω καλοκαιριού το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με εγκύκλιο του, επισημαίνει ότι μπορεί να απαλλάσσεται από το μάθημα των Θρησκευτικών ο καθένας, με μια απλή υπεύθυνη δήλωση του ιδίου, ή του κηδεμόνα του, επειδή ακόμη και η αναφορά κάποιου ότι ανήκει σε κάποιο θρήσκευμα, θεωρείται ως ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο.
Από το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται ότι το μάθημα παραμένει υποχρεωτικό και δεν γίνεται προαιρετικό. Επιπροσθέτως επισημαίνεται, ότι η εγκύκλιος εστάλη έπειτα από σχετικές παρεμβάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα και τα ατομικά δικαιώματα. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ουσιαστικά από το 2002, οι γονείς δεν ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν για ποια αιτία ζητούσαν να απαλλαγεί το παιδί τους από το μάθημα των Θρησκευτικών. Η διαφορά ήταν- όπως όριζε η εγκύκλιος του 2002- ότι ο γονέας έπρεπε απλώς να αναφέρει στην υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος «χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει». Τρία χρόνια μετά, η απαλλαγή είχε γίνει ακόμα ευκολότερη, αφού με δελτίο Τύπου το 2005, το υπουργείο Παιδείας ανέφερε ότι ο γονέας μπορεί να δηλώσει «εγγράφως την επιθυμία του χωρίς να υποχρεούται σε καμία περαιτέρω εξήγηση ή διευκρίνιση».
"Η θρησκεία, σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως στην Ελλάδα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού και της παιδείας. Είναι σημαντικό για τους Έλληνες που εργάζονται εκτός της χώρας τους να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους ελληνική παιδεία. Και το μάθημα των θρησκευτικών είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτή", δήλωσε ο Ευρωβουλευτής Μανώλης Μαυρομμάτης. Ο Ευρωβουλευτής στην ερώτησή του προς τον αρμόδιο για διοικητικά θέματα Επίτροπο, Σίιμ Κάλλας, για κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών έλαβε την απάντηση ότι: "Η Επιτροπή δεν σκοπεύει σε καμία περίπτωση να καταργήσει το μάθημα των θρησκευτικών. Tον Ιανουάριο του 2008, το Ανώτατο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Σχολείων επιβεβαίωσε ότι τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της ηθικής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος των Ευρωπαϊκών Σχολείων". Επιπλέον, και η Γενική Γραμματέας των Ευρωπαϊκών Σχολείων, Ρενέ Κρίστμαν, επιβεβαίωσε με επιστολή της στον Έλληνα ευρωβουλευτή ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών και της ηθικής είναι υποχρεωτική και εξαιτίας της σημασίας των μαθημάτων αυτών δεν υπάρχει ενδεχόμενο κατάργησής τους. (Δελτίο Τύπου του ευρωβουλευτή κ. Μανώλη Μαυρομμάτη, 27/05/2008 από την Ένωση Θεολόγων Ν. Λάρισας)
Η διαμάχη αυτή, που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια πάνω στο θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, με το επιχείρημα κυρίως της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας και της δήθεν εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με ρυθμίσεις του ευρωπαϊκού δικαίου, έχει τροφοδοτήσει μια έντονη αντιπαράθεση για την αναγκαιότητα και τη μορφή του μαθήματος των θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί "πισωγύρισμα" για μια Ευρωπαϊκή χώρα, που πρέπει δήθεν να ακολουθήσει το παράδειγμα των "υπολοίπων" Ευρωπαϊκών χωρών, οπότε ή να καταργηθεί ή στην χειρότερη περίπτωση να διδάσκονται τα θρησκευτικά ως θρησκειολογία, ξεκομμένα από το εκκλησιαστικό φρόνημα και την ένταξή τους σε ένα ορισμένο δόγμα ( Ανάργυρου Αναπλιώτη, Εκκλησία, 04/2008).
Το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως διδάσκεται στα ελληνικά Σχολεία ελάχιστη σχέση έχει με την αυστηρή Ορθόδοξη Δογματική και Λειτουργική. Είναι ένα πολυμορφικό μάθημα που ενώνει ιστορικά και θρησκευτικά γεγονότα με δεδομένα της καθημερινής ζωής, έτσι όπως βιώνονται από όλους τους πολίτες του κόσμου, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Από την πρώτη επαφή των παιδιών με τα Θρησκευτικά, στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού, το γνωστικό αντικείμενο είναι πολύ πλατύ και αφορά κάθε νέο πολίτη και κάθε άνθρωπο. Οι αρχές και οι αξίες που διδάσκονται και αναλύονται δεν αποτελούν προσόν μόνο των χριστιανών, αλλά κάθε κοινωνικά ώριμου ατόμου και ως τέτοιες ζωντανεύουν μέσα στη σχολική αίθουσα. Έτσι, δε χρειάζεται να ασπάζεται κανείς το Χριστιανισμό για να διδαχθεί την αυτονόητη υποχρέωσή του να μη θεωρεί εαυτόν ανώτερο των συνανθρώπων του και να σέβεται τη ζωή και την επιλογή των υπολοίπων, ή το καθήκον του να μην στερήσει υλικά και πνευματικά αγαθά από τον διπλανό του. Οι αλήθειες αυτές, και τόσες άλλες ανάλογης κοινωνικής βαρύτητας που γενικά θεωρούνται ευκόλως εννοούμενες, μελετώνται από μηδενική βάση στο μάθημα των θρησκευτικών, και μέσα απ΄ τη μελέτη αποκτούν το ιδεολογικό υπόβαθρο και την εξήγηση που απαιτείται για να γίνουν κατανοητές. Φυσικά, αφορμή για την έρευνα του οποιουδήποτε θέματος δίνεται από τη χριστιανική πραγματικότητα, όχι μόνο εξαιτίας της φύσης του Χριστιανισμού, αλλά και επειδή ο πολιτισμένος κόσμος - είτε το ομολογούμε είτε όχι- έχει στηριχθεί ιδεολογικά σε βασικές χριστιανικές αξίες για να αντιμετωπίσει σοβαρά ζητήματα όπως η δουλεία, η εκμετάλλευση, η αυτοδικία ή ακόμα οι ερωτικές σχέσεις και η φιλία. Η αφορμή αυτή όμως δε λειτουργεί σαν τροχοπέδη, αλλά σαν εφαλτήριο για τους μαθητές, αφού ο σύγχρονος τρόπος διδασκαλίας των θρησκευτικών διευκολύνει την εμβάθυνση και τον προβληματισμό. Τα παιδιά έχουν στη διάθεσή τους δύο ώρες μέσα στην εβδομάδα για να μελετήσουν την ίδια τους τη ζωή σαν άνθρωποι με συγκεκριμένες ανάγκες και ανάλογα με τις ατομικές τους ιδιαιτερότητες. (Μάρως Σιδέρη, "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: Μάθημα επικίνδυνο ή παρεξηγημένο;", 2008).
Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί πραγμάτωση της θρησκευτικής ελευθερίας του πολίτη, ο οποίος έχει συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να ενημερωθεί για την πίστη του και να "μορφωθεί" μ’ αυτήν. Το Κράτος δεν μπορεί να απέχει από τον παροχικό χαρακτήρα που έχουν τα ατομικά δικαιώματα, όπως αυτά προκύπτουν από την ενεργό συμμετοχή του στην υλοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας έξω αλλά και μέσα στο κρατικό σχολείο. ( Ανάργυρου Αναπλιώτη, Εκκλησία, 04/2008).
Έτσι, τα Θρησκευτικά είναι το κατ΄ εξοχήν φιλελεύθερο μάθημα, και το μόνο που σέβεται τη διαφορετικότητα στη σκέψη και στην καρδιά των μαθητών, αφού πάνω σ΄ αυτό το σεβασμό στηρίζει τη δύναμή του. Τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν, να διαφωνήσουν, να ακούσουν απόψεις και να σκεφτούν θέματα πολύ ουσιαστικότερα από επιστημονικούς κανόνες και νόμους. Στην ώρα των Θρησκευτικών δεν προετοιμάζονται για να κατακτήσουν την επιστήμη, αλλά την ανθρωπιά και το ιδεολογικό της υπόβαθρο. Μέσα από το συγκεκριμένο μάθημα έχουν τη δυνατότητα να συναντήσουν τη συνείδησή τους και έναν κόσμο έξω από το δίχτυ ασφαλείας μέσα στο οποίο ζουν και μεγαλώνουν.(Μάρως Σιδέρη, "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: Μάθημα επικίνδυνο ή παρεξηγημένο;", 2008).
Το μάθημα των Θρησκευτικών, ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει κάνει πολλές προόδους, έχει βελτιώσει το περιεχόμενό του, τη διδακτική του (χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας στην Εκπαίδευση, και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του σήμερα, όπως συμβαίνει και με τα άλλα μαθήματα. Υπάρχει και πρέπει να παραμείνει χωρίς "εκπτώσεις" στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου ως μορφωτικό αγαθό ιδιαίτερης παιδευτικής αξίας, που ειδικά στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, το έχουν ανάγκη για την πνευματική του ωφέλεια οι μαθητές μας, τα παιδιά μας. (Χάρη Ανδρεόπουλου, "Ο "Γολογοθάς" των Θρησκευτικών συνεχίζεται..." Ελευθερία, 3-8-2008)
Εξάλλου το μάθημα των Θρησκευτικών, βάσει της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρώτον Πρόσθετον Πρωτόκολλον αυτής, άρθρον 2): "Η κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στις ευρωπαϊκές χώρες ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ". Η διάταξη αυτή αναφέρει, ότι οι γονείς των παιδιών δικαιούνται να αξιώσουν από το Κράτος να παράσχει θρησκευτική εκπαίδευση στα παιδιά τους σύμφωνη προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Επομένως, η κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στις ευρωπαϊκές χώρες είναι αντίθετη με την ως άνω Ευρωπαϊκή Σύμβαση, την οποία έχει κυρώσει και η Ελλάδα δια του νόμου 53/1974. (Γεωργίου Κρίππα, ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 44 2006).
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, ενισχύεται η πεποίθηση ότι, όλοι όσοι υποστηρίζουν πως το μάθημα των Θρησκευτικών οδεύει προς κατάργηση, δεν αποδεικνύουν παρά μόνον την άγνοιά τους και (πράγμα που δεν αποκλείεται κατά περίπτωση) την πρόθεσή τους να παραπλανήσουν εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται.
ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΝΤΙΒΑΡΟ
E-SOS
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΙΕΡA ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και το μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα, αποτελούν βασικούς λόγους για τους οποίους ήρθε πάλι στο προσκήνιο το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ευαίσθητο πάντοτε απέναντι στις κοινωνικές εξελίξεις και τους προβληματισμούς που προκαλούνται από αυτές, θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρεμβάσεις που μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπίσουν τα σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών προβλήματα. Με το θέμα αυτό άλλωστε έχει ασχοληθεί και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Σύσταση 1720/2005, την οποία απηύθυνε προς τις χώρες-μέλη του, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των απαραίτητων ρυθμίσεων.
Επί του θέματος λοιπόν αυτού το Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ με την ευκαιρία της έναρξης του σχολικού έτους στην πρώτη του φετινή συνεδρία κατέληξε μετά από διεξοδική συζήτηση στο συμπέρασμα, ότι στο φλέγον αυτό ζήτημα θα πρέπει να ισχύσουν οι εξής αρχές:
1. Όλοι οι μαθητές του Σχολείου πρέπει να παρακολουθούν ένα μάθημα που σχετίζεται με τη θρησκεία.
2. Το μάθημα θα πρέπει καταρχήν να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα αλλά πολιτιστικό και να αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων. Το μάθημα βέβαια των θρησκευτικών, σύμφωνα και με τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης.
3. Το μάθημα των θρησκευτικών συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, η οποία εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του και ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Στην υπόθεση μπορούν να έχουν λόγο οι θρησκευτικές κοινότητες μόνο στο βαθμό που προσβάλλονται οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις.
4. Το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 2 προβλέπει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία όμως πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα σύγχρονα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής το Τμήμα Θεολογίας σε πρώτη φάση καταθέτει δύο προτάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής.
Για την υλοποίηση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προτάσεις πρέπει να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες. Τα Θεολογικά Τμήματα διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα. Ταυτόχρονα μια μερική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών τους σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, πράγμα που το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ ήδη μελετά, μπορεί να καταστήσει εμφανέστερη τη δυνατότητά τους αυτή με την καθιέρωση μιας ειδικής κατεύθυνσης για την εκπαίδευση.
Είναι αυτονόητο, ότι οι παραπάνω σκέψεις δεν εξαντλούν το θέμα στην ολότητά του. Το Τμήμα Θεολογίας επιφυλάσσεται να επανέρθει και να αναπτύξει το θέμα λεπτομερέστερα.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος
Πέτρος Βασιλειάδης