Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

09_07_18

ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ο Θεσσαλός

Πρόκειται για ένα τριμηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό προβληματισμού, που απευθύνεται στο Θεσσαλικό, αλλά και στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο.
Διευθυντής είναι ο αξιόλογος κ. Θάνος Κ. Αθανασόπουλος.
Όποιος ενδιαφέρεται για το περιοδικό, μπορεί να τηλεφωνήσει: 2102019555 και 6977370671.
ή στη διεύθυνση: Σαρανταπόρου 17, Πατήσια, Αθήνα 111 44.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΥ ΤΗΣ Ι. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΒΡΑΧΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ

O Απόστολος των Εθνών, ο Μέγας Παύλος, απευθύνθηκε στους Αθηναίους, από αυτόν εδώ τον χώρο, ατενίζοντας όπως και τότε αλλά όπως και εμείς τώρα, το ιερό μνημείο του Παρθενώνος, το κόσμημα της τέχνης και του πολιτισμού μας, το σύμβολο της αρμονίας και της θρησκευτικότητος των αρχαίων Ελλήνων. Θρησκευτικότητος, εν πολλοίς αντίθετη με το περιεχόμενο του μηνύματος που ήθελε να κομίσει ο Απόστολος από την Ταρσώ προς τους σοφούς της εποχής του, προς τους εγκρατείς της στωϊκής και της επικούρειας φιλοσοφίας, προς τους Αθηναίους κατοίκους δηλαδή της πρωτευούσης του πνεύματος και της διαλεκτικής μεθόδου.

Στο σημείο αυτό, στον ιστορικό χώρο του Αρείου Πάγου, κάθε Έλλην η ξένος πολίτης είχε το δικαίωμα να παρουσιάζει τις ιδέες του, τις οποίες και έθετε ως θέμα συζητήσεως μεταξύ των παρευρισκομένων ακροατών, αποδεικνύοντας περίτρανα το πνεύμα διαλόγου και επικοινωνίας που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει διαχρονικά το γένος μας, αλλά και την ελευθερία λόγου της Αθηναϊκής Πολιτείας.

Ο Παύλος, ευρισκόμενος κατά την πρώτη του αποστολική περιοδεία στην Ελλάδα, δεν θα ήτο δυνατόν να μην επισκεφθεί την Αθήνα, έχοντας σκοπό να κηρύξει τον αληθινό λόγο στους Έλληνες, τον Αναστάντα Χριστό, ο οποίος και μέχρι σήμερα είναι "σημείον αντιλεγόμενον"(1). Αξίζει όμως να δούμε την εποχή κατά την οποίαν ο Απόστολος των Εθνών αποφάσισε να διευρύνει και προς την Ελληνική σκέψη το ευαγγελικό μήνυμα. Αξίζει να δούμε σε ποιά κατάσταση βρισκόταν το ελληνικό πνεύμα και πως οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν έναν νέο προφήτη-κήρυκα μιας άλλης θρησκευτικής θεώρησης από την διαδεδομένη ως τότε θρησκεία των ειδώλων. Το δωδεκάθεο και οι Ολύμπιες Θεότητες κατέκλυζαν την θρησκευτική έκφραση πολλών, χωρίς όμως να παρατηρείται η ίδια ζέση της χρονικής περιόδου πριν τον χρυσό αιώνα του Περικλή, εποχή η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κολοφώνας της δημιουργίας στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού.

Ο Παύλος, λόγω της καταγωγής του είχε την δυνατότητα να γνωρίζει την φιλοσοφική σκέψη, τόσο του Πλάτωνα και των Σωκρατικών, όσο και του Αριστοτέλη, γεγονός το οποίο είχε εξάψει την επιθυμία του να επισκεφθεί την περιοχή όπου τα πρόσωπα αυτά έδρασαν και μεγαλούργησαν. Επισκέφθηκε όμως, μία Αθήνα, που γνώριζε μόνον πλέον εξ ακοής τις αξίες των μεγάλων φιλοσόφων, διότι ενώ η πόλις της Παλλάδος Αθηνάς αριθμούσε 20.000 περίπου πολίτες, ταυτόχρονα συνυπήρχαν 40.000 δούλοι-άνθρωποι από άλλα μέρη του τότε κόσμου, προκαλώντας ένα μεγάλο προβληματισμό για το κατά πόσον οι αρχές και οι αξίες του σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο και της απόλυτης ελευθερίας εκάστου, εξέφραζαν τελικώς κάθε έναν από τους Αθηναίους πολίτες. Η κατάσταση αυτή ήταν ένα βαρύτατο πλήγμα στο ιδεατό μοντέλο της Δημοκρατίας, διότι ήταν αδύνατον να συνυπάρξουν σ' αυτήν η δουλεία με την ελευθερία.

Πως είναι λοιπόν δυνατόν, μία πόλις, ένα έθνος, μία φυλή που τόσο εξύψωσε το ανθρώπινο ον, να μην μπορεί πρακτικά να βιώσει τις πλέον αναγκαίες αξίες τις ισότητος και του αλληλοσεβασμού, αξίες που κατεξοχήν απορρέουν από τις δημοκρατικές κοινωνίες; Η απάντηση βρίσκεται σ` αυτήν ακριβώς την πρώτη και συγκλονιστική ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο.

Κεντρικά γνωρίσματα της όλης προσωπικότητος του Αποστόλου των Εθνών είναι αδιαμφισβήτητα η ισχυρή πίστη του στον Θεό, η επιμονή στην αποστολή του και η θυσιαστική του διάθεση απέναντι στον κάθε άνθρωπο. Ευρισκόμενος ο Παύλος στην Αθήνα, και μάλιστα σε αυτόν τον επιβλητικό βράχο, δεν θα μπορούσε να μην αισθανθεί το δέος και το ιστορικό βάρος όλων εκείνων που ετίμησαν το βήμα αυτό. Δεν θα μπορούσε, ας μου επιτραπεί, να μην αισθανθεί φόβο για το πως θα αντιμετώπιζε τα ιερά «τέρατα» της φιλοσοφικής διανόησης;

Επιτρέψτε μου όμως να σας παρουσιάσω τη διαφορετικότητα. Όλα εκείνα τα στοιχεία που ανέδειξαν την αποστολική αυτή μορφή σε ηγετική φυσιογνωμία όλων των χριστιανών, διότι χωρίς τον Παύλο δεν θα μπορούσε κανείς να προδιαγράψει το μέλλον, τόσο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όσο και απάσης της ανθρωπότητος.

Που βρίσκεται, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα της αποδοχής του μηνύματος του Αποστόλου; Γιατί οι Αθηναίοι δέχθηκαν να ακούσουν έναν Ιουδαίο-ξένον προς εκείνους φιλόσοφο; Γιατί του έδωσαν και δεύτερη ευκαιρία "ακουσόμεθά σου και πάλιν περί τούτου"(2); Ίσως η κοινωνική ανισότητα που χαρακτήριζε την συγκεκριμένη αθηναϊκή περίοδο είναι ένας λόγος. Ίσως, η πλήξη που εξέφραζε πολλές φορές τους διανοουμένους να είναι ένας ακόμα. Ίσως, η επιθυμία η η ανάγκη για κάτι νέο, κάτι καινούργιο, δυναμικό και αναζωογονητικό να είναι μερικές ακόμα από τις αιτίες που ώθησαν τους πολίτες της Αθήνας να ακούσουν εκ νέου τον εκ Ταρσού παρεπίδημο. Όμως, σίγουρα, η πραγματική αιτία, η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται σε βαθύτερα γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με το τρανότατο παράδειγμα των δούλων και των ελεύθερων πολιτών. Ο άνθρωπος που είχαν μπροστά τους είχε την δύναμη να γεφυρώσει την κοινωνική αυτή ανισότητα. Να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσωπικές φιλοδοξίες και τις επιδιώξεις εκάστου. Μίλησε για ίση αντιμετώπιση μεταξύ δούλων και ελεύθερων "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ . . . "(3) και έτσι, με αυτό το διαχωρισμό εθεολόγησε. Ομολόγησε πως αν, όντως είσαι χριστιανός, βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να βιώνεις ότι πιστεύεις. Να είσαι σε πλήρη ακολουθία λόγων και έργων. Αυτός άλλωστε πρέπει να ήταν και ο φόβος του Παύλου ενώπιον του ιερού βράχου. Θα μπορέσω εγώ, ίσως να μονολογούσε, να αποτελέσω έμπρακτο παράδειγμα για τους Αθηναίους, θα μπορέσω να αποδείξω σ'αυτούς το μεγαλείο αυτού που εκπροσωπώ; Θα μπορέσω να καλύψω το χρυσό ένδυμα και το απαράμιλλο κάλλος των αγαλμάτων από έναν φτωχό και ταπεινό Θεό, θα μπορέσω να μεταφέρω το απλό αλλά αληθινό μήνυμα του Χριστού; Αυτές οι σκέψεις προβλημάτιζαν τον Απόστολο των Εθνών, όχι λόγω της δικής του απιστίας, αυτό άλλωστε δεν μαρτυρείται πουθενά στο Ευαγγέλιο, αλλά λόγω της πορρώσεως των Ελλήνων, οι οποίοι απηχούσαν τα μεγαλεία του παρελθόντος, είχαν όμως απολέσει την σύνδεση λόγων και έργων.

Ο βράχος αυτός, αποτελεί διαχρονικό σύμβολο της άρρηκτης σύζευξης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, αποδεικνύει το μεγαλείο της αλληλοπεριχωρήσεως, ενώ καταδεικνύει την υπεροχή του ζωντανού Θεού, ο οποίος φανερώνεται εν τόπω και χρόνω, λαμβάνει ανθρώπινη σάρκα, πάσχει για κάθε άνθρωπο, ανασταίνεται και ζει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο σαρκωμένος Λόγος ενδύεται με το ανθρώπινο πρόσωπο, γίνεται ο ίδιος πρόσωπο σε μία σχέση κοινωνίας και αγάπης, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με το προσωπείο του αρχαίου θεάτρου. Γιατί; Διότι έτσι προετοίμασε την ουσιαστική αλλαγή του ελληνικού πνεύματος, οδηγώντας προς το Πρόσωπο, προς τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Χριστό, απαλλάσσοντας τον κάθε άνθρωπο από την επιφανειακή προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων.

Αυτό το πρόσωπο προσπάθησε να διατρανώσει ο Παύλος στους Αθηναίους. Αυτή τη νέα θεώρηση του ανθρωπίνου όντος, όχι ως ατομοκεντρική έκφραση, αλλά ως μοναδικό πρόσωπο κατά πάντα ισότιμο και ισόκυρο με την ουσία του Θεού που δεν είναι άλλη από την έκφραση της αγάπης Του προς τον πονεμένο άνθρωπο. Αυτό το στοιχείο έλειπε από την αρχαία διανόηση για να ολοκληρωθεί η μερική τελειότητά της. Αυτόν τον άγνωστο Θεό προσπάθησε να κηρύξει ο Απόστολος της αγάπης στους Αθηναίους, με σκοπό να τους οδηγήσει στην πραγματική πράξη των ιδεών που γέννησαν την δημοκρατία και το ολυμπιακό πνεύμα.

Είναι όμως ιδιαιτέρως επίκαιρο να δούμε πως το πρόσωπο αυτό για το οποίο μίλησε ο Παύλος, έχει αποκτήσει σήμερα τον σεβασμό και την αξία που θα έπρεπε να έχει σε κάθε καλώς νοουμένη αναπτυγμένη κοινωνία. Γίνεται πολύς λόγος για την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τις αξίες που περιγράφουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ιατρική επιστήμη επί παραδείγματι, αναζητά τα όρια αυτού του σεβασμού, αντιμετωπίζοντας τεράστια ηθικά διλήμματα με αποτέλεσμα να συγκρούονται επιστήμη και θεολογία λόγω αυτής της αδυναμίας. Το πρόσωπο όμως, ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας, πολιτισμού και θρησκείας, παραμένει ο μεγάλος ηττημένος αυτής της διαμάχης. Η συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια, η διογκούμενη οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, το καθεστώς του πολέμου, η κοινωνική ανισότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός ωθούν πολλούς ανθρώπους στην λύση της μετανάστευσης προς ένα καλύτερο αύριο, προς μία νέα πατρίδα στην οποία θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα παραπάνω προβλήματα. Σ αυτήν την νέα πραγματικότητα το πρόσωπο ταλανίζεται από τις νέες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει. Εντάσσεται σ έναν νέο χώρο προκλήσεων, διεκδικώντας τα θεμελιώδη και πανανθρώπινα δικαιώματα που αρμόζουν σε κάθε πρόσωπο από όπου και αν αυτό προέρχεται.

Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα μέρος σε νεοελληνική απόδοση από τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί φιλοπτωχείας και ευποιΐας, στον οποίο αρκετούς αιώνες πριν συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται προφητικά η σημερινή κατάσταση: "Ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι και οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου και αν κοιτάξεις θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν την ύπαιθρο. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Για χωράφι έχουν την διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Πίνουν νερό από τις κρήνες, όπως τα ζώα και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Κρεβάτι, το έδαφος. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξ αρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη"(4).

Σε πόσους, δεν είναι γνωστές αυτές οι εικόνες που περιγράφει ο πατήρ της Εκκλησίας. Πόσοι εξ ημών δεν αντιμετωπίζουμε καθημερινώς παρόμοιες καταστάσεις; Δεν είναι τρανότατη απόδειξη της εξαθλίωσης του ανθρωπίνου προσώπου οι παραπάνω εικόνες; Γι` αυτόν τον άνθρωπο μίλησε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους. Αυτό το πρόσωπο είναι η ομολογία του Αποστόλου, στο οποίο φανερώνεται ο Ιησούς Χριστός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.

Αν και σήμερα μιλούσε από αυτόν τον βράχο ο Παύλος και ρωτούσε τους Αθηναίους, όλους εμάς δηλαδή, 2.000 χρόνια μετά την ανάσταση του Θεανθρώπου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βιώνουμε την κατάσταση αυτή; Θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ότι αγαπάμε με τρόπο τέτοιο που να ανοιγόμαστε σε κάποιον άλλο, σε κάποιον ξένο, χωρίς προϋποθέσεις προσωπικής ευδαιμονίας και εγωϊστικής αυταρέσκειας; Η αγάπη στην Εκκλησία αρχίζει από τον Ιησού Χριστό και καταλήγει σε κάθε μέλος Της, δημιουργώντας μία αμφίδρομη σχέση, η οποία φανερώνεται στην ευχαριστιακή σύναξη, δοξάζεται όμως στο πρόσωπο του πλησίον, του άλλου, του ξένου. "Ο γαρ αγαπών, τον έτερον νόμον πεπλήρωκε"(5) υπογραμμίζει ο Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους, αποσαφηνίζοντας το μεγαλείο της αγάπης στην διαπροσωπική σχέση, προσκαλώντας παράλληλα κάθε πιστό χριστιανό να πράξει το ίδιο.

Εμείς, αγαπητοί μου, έχουμε μπροστά μας αυτή την πρόκληση-πρόσκληση για να δούμε τον άλλο ως πρόσωπο, ως ξεχωριστή οντότητα με αξίες και αρχές που χρήζει σεβασμού και τιμής, όχι μόνον επειδή υπάρχει η εκφράζει απόψεις που συμφωνούμε η διαφωνούμε με αυτές, αλλά διότι αντικατοπτρίζει την Τριαδικότητα του Θεού, την δόξα Του και την λάμψη Του, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού επί της γης.

"του γαρ και γένος εσμέν", αυτού του ιδίου γένους και από την ίδια σάρκα είμαστε όλοι πλασμένοι. Ας είναι η σημερινή ημέρα η απαρχή της προσωπικής, πλέον, αναφοράς μας προς τους εγγύς και τους μακράν. Ευχηθείτε, ο Μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος να δέεται προς τον αρχιποίμενα Χριστό για την πραγμάτωση αυτής της ευχής, για την ολοκλήρωση του ευαγγελικού λόγου με σκοπό την απροϋπόθετη και προσωπική αγάπη προς πάντας. Ευχηθείτε να αποχωρήσουμε όλοι από αυτόν τον χώρο, έχοντας ελπίδα ότι μπορούμε να είμαστε πρόσωπα αγάπης, πρόσωπα καταλαγής και συμφιλίωσης, ζωντανές εικόνες ενός ζωντανού Θεού.
Γένοιτο.



Σημειώσεις

1. Λουκ. 2,34.

2. Πραξ. 17, 32-33.

3. Γαλ. 3,28.

4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί φιλοπτωχίας και ευποιΐας, λόγος Α/, PG 46, 457A-C.

ΠΡΟΝΑΟΣ, Τεύχος 324, 13 Ιουλίου 2009

09_07_07

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΚΙΒΩΤΟΣ”

kivotos4Εκδόθηκε το 4ο τεύχος του περιοδικού ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΙΒΩΤΟΣ.

Το περιοδικό είναι μια έκδοση της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας και φιλοξενεί ενδιαφέρουσες απόψεις και άρθρα καταξιωμένων επιστημόνων.

ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΗΣ Α.Θ.Π ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ

 

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

p323_2 Μακαριώτατε και λίαν αγαπητέ εν Κυρίω αδελφέ και συλλειτουργέ κύριε Κύριλλε, Πατριάρχα Μόσχας και πάσης Ρωσσίας, μετά της τιμίας συνοδείας Υμών,
Εν χαρά μεγάλη, αγάπη βαθεία και τιμή πολλή υποδεχόμεθα Υμάς σήμερον εις τας αυλάς της Εκκλησίας εκείνης, εκ της οποίας εξεπέμφθη το ανέσπερον φως της αγίας και αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως προς τον ευγενή και ευλογημένον υπό του Κυρίου Ρωσσικόν λαόν, τον οποίον, ατενίζοντες την στιγμήν ταύτην εν τω τιμίω προσώπω της Υμετέρας Μακαριότητος, χαιρετίζομεν και ασπαζόμεθα εγκαρδίως, δεόμενοι του Κυρίου όπως επευλογή αυτόν δια της χάριτος Αυτού, στηρίζων αυτόν «εν τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδα 3), και αυξάνων τον ον ούτος έλαβεν εντεύθεν σπόρον του Ευαγγελίου.
Η πρώτη αύτη και επίσημος επίσκεψις της Υμετέρας Μακαριότητος, υπό την Πατριαρχικήν αυτής ιδιότητα, εις την έδραν του Οικουμενικού τούτου Θρόνου είναι πλήρης ιερού συμβολισμού και εκκλησιολογικής σημασίας. Διότι δι αυτής δηλούται κατά τρόπον εναργή τούτο μεν ο ακατάλυτος δεσμός των δύο Εκκλησιών ημών, τούτο δε η κατά την κρατούσαν ιεράν και απαράβατον κανονικήν τάξιν ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δικαίως, όθεν, εγγράφει εις τας δέλτους της ιστορίας αυτού το καθ΄ ημάς Οικουμενικόν Πατριαρχείον την επίσκεψιν Υμών ταύτην ως άξιον ιδιαιτέρας μνείας γεγονός, και αναπέμπει δόξαν τω Δομήτορι της Εκκλησίας, διότι εχαρίσατο ημίν την δωρεάν και ευλογίαν ταύτην.
Η από κοινού τέλεσις της Θείας Ευχαριστίας σήμερον, Μακαριώτατε αδελφέ, συνιστά την υψίστην έκφρασιν της ενότητος ημών. Διότι, ως γνωρίζομεν, και ως διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών από του ιερομάρτυρος αγίου Ιγνατίου, Επισκόπου Αντιοχείας, μέχρι και Συμεών του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και Νικολάου του Καβάσιλα, η Εκκλησία πραγματούται και φανερούται ως σώμα Χριστού κυρίως και κατ εξοχήν εν τη Θεία Ευχαριστία. Ως προσφυώς παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μεταξύ Εκκλησίας και Θείας Ευχαριστίας δεν υφίσταται «αναλογία ομοιότητος», αλλά «πράγματος ταυτότης». Διό και επάγεται ότι «την του Χριστού Εκκλησίαν, ει τις ιδείν δυνηθείη... ουδέν έτερον η αυτό μόνον το Κυριακόν όψεται σώμα». Τελέσαντες, ουν, από κοινού προ ολίγου την Θείαν Λειτουργίαν εφανερώσαμεν εν χρόνω και τόπω αυτήν ταύτην την Εκκλησίαν του Χριστού, και κοινωνήσαντες του ενός Άρτου και του αυτού Ποτηρίου ηνώθημεν αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν.
Την ενότητα ημών ταύτην, την εν τω κοινώ Ποτηρίω κτηθείσαν, ουδείς δύναται να άρη αφ ημών. «Θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα», ίνα κατά τον θείον Απόστολον είπωμεν (Ρωμ. 8, 35), η άλλη τις δύναμις η μεθόδευσις του Αντικειμένου, εις ουδέν ισχύουν έναντι της εν τω Σώματι του Χριστού ενότητος ημών. Σκιαί τινες και νεφύδρια κατά καιρούς καλύπτοντα τας προς αλλήλους σχέσεις των αδελφών ημών Εκκλησιών προσωρινόν μόνον χαρακτήρα κέκτηνται, και εν τη αγάπη του Χριστού «θάττον παρέρχονται», κατά την ρήσιν του αγίου προκατόχου ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εις ημάς, άλλωστε, τους την ευθύνην και διακονίαν της ηγεσίας των Εκκλησιών ημών εμπεπιστευμένους, ανήκει το χρέος της εξευρέσεως των λύσεων των εκάστοτε αναφυομένων προβλημάτων εν πνεύματι ειρήνης και αγάπης, επί τω τέλει της διασφαλίσεως της ενότητος της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Νωπόν εισέτι δείγμα της τοιαύτης ισχυράς βουλήσεως των Εκκλησιών ημών, όπως διασφαλισθή παντί τρόπω η ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπάρχει η εν θαυμαστή ομοφωνία λήξασα προσφάτως Δ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, η εν τω ημετέρω Πατριαρχικώ Κέντρω εν Chambésy της Γενεύης συνελθούσα, ήτις έλαβε σημαντικάς αποφάσεις δια την επίλυσιν του θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς, και ήρε δια του τρόπου τούτου εν εκ των πλέον σοβαρών εμποδίων εν τη πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών προς την πραγμάτωσιν της πανορθοδόξως αποφασισθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αυτής. Δραττόμεθα της ευκαιρίας, ίνα και κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν εκφράσωμεν την ικανοποίησιν και τας ευχαριστίας ημών δια την επιδειχθείσαν κατά την εν λόγω Διάσκεψιν εποικοδομητικήν συνεργασίαν της Αντιπροσωπείας της Υμετέρας Εκκλησίας, ήτις από κοινού μετά των άλλων Αντιπροσωπειών των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών συνετέλεσεν εις την επιτυχίαν της Διασκέψεως ταύτης. Ευελπιστούμεν ότι παρόμοιον πνεύμα αγαστής συνεργασίας θέλει πνεύσει και κατά την συγκληθείσαν δια τον προσεχή Δεκέμβριον Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν προς προετοιμασίαν και των υπολοίπων θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, την οποίαν ο κόσμος, ο τε εντός και ο εκτός της Ορθοδοξίας, αναμένει εναγωνίως.
Όντως, Μακαριώτατε Άγιε Αδελφέ, οι πάντες έχουν τα βλέμματα αυτών εστραμμένα προς ημάς, και προσδοκούν να οδηγήσωμεν αυτούς δια του λόγου, αλλά κυρίως και του παραδείγματος ημών, εις την τόσον αναγκαίαν σήμερον οδόν της καταλλαγής και της αγάπης. Δια τούτο και προέχει η παντί τρόπω επίδειξις υφ ημών ακλονήτου διαθέσεως προς προαγωγήν πρώτιστα πάντων της πανορθοδόξου ημών ενότητος. Έχομεν ήδη την κοινήν ημών πίστιν, την υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων διατυπωθείσαν και διακηρυχθείσαν. Έχομεν την κοινήν λατρείαν, ως αύτη διεμορφώθη εν τη Πόλει ταύτη και μετεφυτεύθη εις τας λοιπάς Ορθοδόξους Εκκλησίας. Έχομεν και την αυτήν κανονικήν τάξιν, κατά την υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων αμετακλήτως καθορισθείσαν σειράν και διάρθρωσιν. Επί των βάσεων τούτων ερείδεται η ενότης ημών. Η κατά Πατριαρχεία και Αυτοκεφάλους Εκκλησίας διάρθρωσις της Εκκλησίας ημών κατ ουδένα τρόπον υποδηλοί ότι αποτελούμεν Εκκλησίας και όχι Εκκλησίαν. Δεν διαθέτει βεβαίως η Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτείον εξουσίας, αλλά και δεν στερείται συντονιστικού οργάνου, μη επιβάλλοντος αλλ εκφράζοντος την ομοφωνίαν των κατά τόπους Εκκλησιών ημών. Την διακονίαν ταύτην από μακραίωνος και ιεράς παραδόσεως ταπεινώς ασκεί ο μαρτυρικός ούτος Θρόνος εν απολύτω πιστότητι προς τας επιταγάς της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας.
Αλλ η ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπόν. Κατά τους λόγους του Κυρίου ολίγον προ του Πάθους Αυτού, η κατά το πρότυπον της Αγίας Τριάδος ενότης των μαθητών Του έχει ως σκοπόν «ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ με απέστειλας» (Ιωάν. 17, 21). Η Εκκλησία, ούσα «καθολική», εκτείνεται μεταφέρουσα την αγάπην του Θεού προς πάντας ανθρώπους και προς αυτήν την υλικήν δημιουργίαν. Υπάρχομεν ως Εκκλησία ουχί δι εαυτούς, αλλά δια τον άνθρωπον και την κτίσιν. Προσφέρομεν την Θείαν Ευχαριστίαν «υπέρ της οικουμένης» και υπέρ όλης της κτίσεως. Δεν δυνάμεθα, συνεπώς, αυταρέσκως και φιλαρέσκως να αδιαφορώμεν δια τους εκτός των τειχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκομένους, ικανοποιούμενοι και καυχώμενοι ότι ημείς «εύρομεν την αλήθειαν».
Δια τούτο χαίρομεν, προσφιλέστατε εν Κυρίω αδελφέ, ότι και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, παρά τας τυχόν επιφυλάξεις η και αντιρρήσεις κύκλων τινών εντός αυτής, συμμετέχει πλήρως εις τους πανορθοδόξως εγκεκριμένους θεολογικούς διαλόγους μετά των μη Ορθοδόξων Χριστιανών, και συμβάλλει από μακρού χρόνου εις την προώθησιν της χριστιανικής ενότητος. Υπάρχουν βεβαίως δυσκολίαι, και ουχί σπανίως απογοητεύσεις. Η Υμετέρα Μακαριότης, έχουσα μακράν πείραν εις τον τομέα τούτον, γνωρίζει πόσον δύσκολος και τραχύς είναι ο δρόμος ούτος. Αλλ είναι δρόμος, τον οποίον κατ εντολήν του Κυρίου οφείλομεν να διανύσωμεν, έστω και οδυνόμενοι η και ψυχικώς αιμάσσοντες, παραμένοντες πάντοτε πιστοί εις την ην παρελάβομεν αλήθειαν, «άχρις ου καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως» (Εφ. 4, 13).
Πέραν τούτου, υψούνται ενώπιον ημών τα φλέγοντα και κατεπείγοντα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου, τα οποία συνεσώρευσεν η ροπή αυτού προς την φιλαυτίαν, την φιληδονίαν και τον ευδαιμονισμόν, άτινα ατυχώς προβάλλει, καλλιεργεί και προάγει και ο σύγχρονος πολιτισμός. Τα προβλήματα αυτά ογκούνται καθ ημέραν εις τας συγχρόνους κοινωνίας, και ένεκα των υφισταμένων τάσεων της καλουμένης παγκοσμιοποιήσεως τείνουν να λάβουν οικουμενικόν χαρακτήρα. Η λατρεία του μαμωνά, η οποία ωδήγησεν εις την παρούσαν οικονομικήν κρίσιν, η άδικος κατανομή του πλούτου, η οποία διευρύνει το χάσμα και οξύνει τας αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, οι πόλεμοι και αι συρράξεις, αι οποίαι, συνεπικουρούμεναι από την καταπίεσιν των αδυνάτων υπό των ισχυρών, οδηγούν πλήθη ανθρώπων εις την περιπέτειαν της αναζητήσεως καλλιτέρας τύχης μακράν της πατρώας γης των, η αύξησις της εγκληματικότητος και πάσης μορφής ηθικών εκτροπών και παραβάσεων, πάντα ταύτα έχουν βαθείας πνευματικάς ρίζας, και καθιστούν την Εκκλησίαν του Χριστού υποχρεωμένην να αρθρώση λόγον και να συμβάλη δια των εις την διάθεσιν αυτής πνευματικών μέσων εις την καλλιέργειαν ηθικής ευαισθησίας εις τας συγχρόνους κοινωνίας. Η Υμετέρα Μακαριότης έχει ιδιαιτέρως επιδείξει ευαισθησίαν εις τα θέματα αυτά, και έχει αποδείξει το έντονον αυτής ενδιαφέρον.
Αλλά και η ημετέρα Εκκλησία, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, επιδεικνύει ανάλογον ευαισθησίαν εις την αντιμετώπισιν των προβλημάτων του συγχρόνου ανθρώπου, ως είναι η απειλούσα τον πλανήτην και τον άνθρωπον οικολογική κρίσις, εν τη προσπαθεία να αναδείξη τα βαθύτερα, πνευματικά και ηθικά αίτια της κρίσεως ταύτης και να διαγείρη τας συνειδήσεως των ανθρώπων, και μάλιστα των πιστών, ως προς την σοβαρότητα της κρίσεως και την ανάγκην λήψεως μέτρων προς αντιμετώπισιν αυτής. Ωσαύτως, εν συναισθήσει της σοβαρότητος των προβλημάτων και εν επιγνώσει του χρέους της Εκκλησίας έναντι αυτών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλίαν όπως συσταθή Διορθόδοξος Επιτροπή Βιοηθικής, εις την οποίαν προφρόνως συμμετέχει και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας δι ορισθείσης προς τούτο αντιπροσωπείας.
Μακαριώτατε και Αγιώτατε εδελφέ,
Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι, ως όλοι γνωρίζομεν, βαθύτατα παραδοσιακή. Σέβεται και διαφυλάσσει το παρελθόν ως πολύτιμον παρακαταθήκην, κληροδοτηθείσαν εις αυτήν υπό των προηγηθεισών γενεών. Πρότυπα αυτής είναι η αδιάκοπος διαδοχή των αγίων, μεγάλων ιεραρχών, πατέρων και διδασκάλων, αποστόλων και προφητών, μαρτύρων και οσίων, κεφαλήν και αρχηγόν εχόντων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, Όστις παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8). Οι Άγιοι της Εκκλησίας αποτελούν τον κοινόν ημών θησαυρόν εις οιονδήποτε χώρον και αν ήκμασαν. Τοιούτους Αγίους εχαρίσατο εις την Εκκλησίαν ημών και η αγιοτόκος γη της Ρωσσίας, και εξακολουθεί να χαρίζηται μέχρι και των ημερών ημών. Το νέφος τούτο των Αγίων περιΐπταται και σκέπει και ημάς κατά την σημερινήν ιστορικήν ημών συλλειτουργίαν, καλούν ημάς εις μίμησιν της θεαρέστου αυτών βιοτής και εις υπόμνησιν του ότι ανήκομεν εις μίαν Εκκλησίαν, την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν, ως ομολογούμεν εν τω Συμβόλω της πίστεως ημών.
Αλλ η αφοσίωσις ημών αύτη εις την Παράδοσιν ουδόλως αποτελεί τροχοπέδην εις την ζωήν και μαρτυρίαν ημών εν τω συγχρόνω κόσμω. Η Ορθόδοξος Εκκλησία ενωτίζεται μετά προσοχής τας αναζητήσεις, τας ανάγκας και τας ανησυχίας του συγχρόνου ανθρώπου. Είναι και σήμερον παρούσα και ετοίμη να εγκύψη εις τας πληγάς του πάσχοντος ανθρώπου, ως άλλοτε έπραξεν ο καλός Σαμαρείτης της παραβολής. Ας ενώσωμεν τας χείρας ημών αι δύο Εκκλησίαι ομού μετά των λοιπών αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, και «εν ενί στόματι και μια καρδία», ως μία και ενιαία Εκκλησία του Χριστού, ας πορευθώμεν εις την λειτουργίαν την μετά την Λειτουργίαν, κομίζοντες τον Άρτον της ζωής εις τον πεινώντα και διψώντα την δικαιοσύνην και την αγάπην άνθρωπον. Η ενότης ημών, η υπερβαίνουσα τα στενά όρια οιουδήποτε εθνικισμού η φυλετισμού, ας προσφέρη εις τους εγγύς και τους μακράν την ελπίδα, την οποίαν ο κόσμος ούτος αδυνατεί να δώση, ελπίδα ενός κόσμου ειρήνης και αγάπης. Η μόλις τελεσθείσα υφ ημών Θεία Λειτουργία ας συνεχισθή ως κοινή πορεία εν τω κόσμω προς την Βασιλείαν του Θεού.
Δια της ευχής ταύτης περιπτυσσόμεθα Υμάς, προσφιλέστατε αδελφέ, ευχαριστούντες Υμίν επί τη ευλογημένη επισκέψει Υμών ενταύθα και ευχόμενοι όπως Κύριος ο Θεός σκέπη, φρουρή και ενισχύη Υμάς εις το ύψιστον Υμών λειτούργημα επ αγαθώ συνόλου της αγίας Αυτού Εκκλησίας. Αμήν.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ

Σήμερα συνέβη το σημαντικώτερο γεγονός της επισκέψεώς μας στην Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι η κοινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας και η Μετάληψη του Αγίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου, η ένωσή μας εν Πνεύματι Αγίω. Πράγματι, η ζωή της Εκκλησίας επικεντρώνεται πέριξ της Θείας Ευχαριστίας, στην οποία τελειοποιείται και από την οποία αντλεί και τη δύναμή της. Ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου αναμιμνησκόμεθα του λυτρωτικού αγώνα και μετέχοντες της ιδίας Ευχαριστιακής τράπεζας γινόμαστε πράγματι εν σώμα και εν Πνεύμα μετά του Κυρίου (πρβλ. Εφ. 4, 4, Α´ Κορ. 6, 17), ενωθέντες στενώς έκαστος μετά του άλλου. Και εφ᾽όσον ο πορευόμενος προς τον υπέρ ημών θάνατο Σωτήρ προσηύχετο ώστε οι μαθητές Του εν ώσιν καθώς ο Υιός και Πατήρ εν εισιν (Ιω. 17, 22), με πόσο ζήλο οφείλουν όλοι οι ακόλουθοι του Χριστού να μεριμνούν για τη διατήρηση της μεταξύ τους ενότητος! Το Συλλείτουργο των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών αποτελεί μία λαμπρή απόδειξη αυτής της ενότητος!
Η παραμονή στην πόλη όπου ευρίσκεται η Καθέδρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μας προκαλεί αισθήματα συγκινήσεως. Ατενίζουμε ευλαβώς τους ένδοξους ιερούς τόπους της Ορθοδοξίας. Ανασταίνονται ενώπιον ημών τα σημαντικώτερα γεγονότα στην ιστορία της Εκκλησίας, τα οποία συνέβησαν σε αυτή τη γη. Ζωντανεύουν εικόνες από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, αρρήκτως συνδεδεμένες με την Κωνσταντινούπολη. Ενθυμούμεθα τη θαυματουργή μεσιτεία της Θεομήτορος, η Οποία πολλάκις προστάτευσε την πόλη της από τις επιδρομές των αλλοφύλων. Επανέρχονται στη μνήμη μας τα γεγονότα, τα οποία συνδέονται με το Βάπτισμα της Ρωσίας.
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά από τη συνάντηση με τους ζωντανούς φορείς της μακραίωνης παραδόσεως στο πρόσωπο των ακλονήτων στην πίστη και στη μνήμη των προγόνων τους τέκνων της Αγιωτάτης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με επικεφαλής τον Πατέρα και Πατριάρχη τους. Παρά τους ιστορικούς κατακλυσμούς, το όνομα του Χριστού συνεχίζει να αγιάζεται σε αυτήν την πόλη και σε αυτόν τον ιερό Ναό. Ευχαριστούμε τον Θεό, διότι μας αξίωσε και ευρήκαμε την Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εν ειρήνη και χάρητι Θεού και τον Προκαθήμενο αυτής με καλή υγεία και σταθερότητα πνεύματος.
Την ημέρα αυτή ο καθ᾽ εκάστη εβδομάδα τελούμενος εορτασμός της του Χριστού Αναστάσεως συμπίπτει στο ημερολογίο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με τον εορτασμό της μνήμης του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Αθανασίου του εν Αγίω Όρει Άθω.
Στο γεγονός ότι η συλλειτουργία μας συνέπεσε με τη μνήμη του στυλοβάτου του αθωνιτών ασκητών δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε μία συμβολική σημασία: οι κανονισμοί του μοναχικού κοινοβίου, τους οποίους εθέσπισε ο όσιος Αθανάσιος για την ιδρυθείσα υπ᾽ αυτού Μονή της Μεγίστης Λαύρας, οδήγησαν στην άνθιση του αγιορείτικου μοναχισμού. Πέντε δεκαετίες μετά την κοίμηση του Αββά Αθανασίου, ένας κεκαρμένος στον Άθω Ρώσος, ο όσιος Αντώνιος, επιστρέφει στη Ρωσία και γίνεται ο ιδρυτής μιας άλλης μεγάλης λαύρας, της επονομαζόμενης σήμερα Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Από τους λόφους του Κιέβου, από την Αγία Λαύρα άρχισε η διάδοση της μοναχικής παραδόσεως σε όλη τη Ρωσία. Όπως και στον Άθω, τα μοναστήρια στη Ρωσία αποτελούν όχι μόνο τόπο πνευματικής ασκήσεως των μοναζόντων, αλλά και πραγματικά κέντρα πνευματικού διαφωτισμού. Σε αυτά αντιγράφονται και φυλάσσονται τα βιβλία, ενώ οι πνευματοφόροι ασκητές, επιτυγχάνοντας την τελειότητα, διακονούν τον κόσμο ως έμπειροι πνευματικοί σύμβουλοι και κήρυκες του Ευαγγελίου του Χριστού, υπερασπιστές της ορθοδόξου πίστεως και της ενότητος της Εκκλησίας. Και σήμερα στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία και σε άλλες χώρες, τις οποίες ποιμαίνει πνευματικώς το Πατριαρχείο Μόσχας, οι μονές αποτελούν το επίκεντρο της διαφυλάξεως της πίστεως και της ενότητος της Εκκλησίας μας.
Μέσω της πλουσιότατης μοναχικής παραδόσεως η Εκκλησία της Ρωσίας παρέλαβε από το Βυζάντιο και τα λειτουργικά τυπικά, πρώτα το στουδιτικό, κατόπιν το ιεροσολυμίτικο, το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στα μοναστήρια της και στους ενοριακούς ναούς. Κατά τον τύπο της βυζαντινής ψαλμωδίας συνετάχθησαν ακολουθίες για τους ρώσους αγίους και αλλά είδη ιερών κειμένων. Έλληνες διδάσκαλοι ήταν οι πρώτοι που δίδαξαν τους Ρώσους αγιογράφους. Η παλαιορωσική εκκλησιαστική μουσική δέχθηκε και αυτή την επίδραση της βυζαντινής σχολής. Η διαμόρφωση της ρωσικής θεολογίας συνδέεται με το έργο των αδελφών Σωφρονίου και Ιωαννικείου Λυχούδη, ιδρυτών της πρώτης ανωτάτης θεολογικής σχολής στη Μόσχα ήτοι της Σλαύο-Ελληνο-Λατινικής Ακαδημίας.
Σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου διαπιστώνουμε την εμφάνιση μιας κοινής παραδόσεως, η οποία αρρήκτως συνδέει την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως με την πάλαι ποτέ θυγατέρα της και σήμερα ισότιμη αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας. Η κοινή μας παράδοση αποτελεί τη σταθερή βάση της κοινής μας μαρτυρίας προς το σύγχρονο κόσμο. Στις συνθήκες, κατά τις οποίες η θρησκεία εκτοπίζεται στο περιθώριο του κοινωνικού βίου, απαλείφεται ακόμα και αυτή η έννοια της αμαρτίας, αναθεωρούνται ριζικά οι παραδοσιακές ηθικές αξίες, ενώ στη βάση της οικονομίας τοποθετείται η αρχή του κέρδους, εμείς οφείλουμε να ενώσουμε τις προσπάθειές μας στην υπεράσπιση των ευαγγελικών κανόνων και στη διατύπωση μιας πανορθοδόξου απαντήσεως στις προκλήσεις των καιρών.
Αγιώτατε,
Σήμερα, κατά την εύσημο ημέρα της συλλειτουργίας μας ευχόμεθα με όλη μας την ψυχή σε όλα τα τέκνα της Αγιωτάτης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως που κατοικούν σε αυτή την πόλη, όπως και σε άλλες πόλεις και χώρες του κόσμου, τη βοήθεια του Θεού, την ενίσχυση του πνεύματος και της ειρήνης του Χριστού. Σας ευχαριστούμε για την εγκάρδια φιλοξενία σε αυτή την ευλογημένη γη και καλούμε στις προσευχές μας τους αγίους του Θεού να Σας βοηθήσουν στην υψηλή πατριαρχική Σας διακονία.

Πρόναος, τ. 323, 6 Ιουλίου 2009

Μήνυμα ενάντια στη λογοκλοπή

Μήνυμα ενάντια στη λογοκλοπή