Τώρα που ο χρόνος ανιχνεύεται με αναδρομές και εκμυστηρεύσεις,
κι ο κόσμος αποκαλύπτεται πιο μικρός στη μεγαλοπρέπειά του,
θα μοιράζομαι τις βεβαιότητές μου στη δικαιοσύνη της παρουσίας σου.
Κάθε πρωί, κάτω από το τελευταίο σύννεφο που γαντζώνεται τ’ ουρανού,
θα χαράσσω μια βαθιά κόκκινη γραμμή με αίμα και τριαντάφυλλα ,
να βρίσκει ο ήλιος σύμβολα, προσανατολισμό και δρόμο
κι εσύ τη σιγουριά του θαύματος, τη μέθη του ονείρου
πως έχει κι η γη κρυφούς ορίζοντες και χρώμα η ζωή.
Στους δρόμους θα ξετυλίγω αντηλιές ,ίσκιους κι ένα βλέμμα
που ευτύχησε να ξαφνιαστεί στην έκσταση και της ψυχής το φόβο,
να πλανιούνται οι περαστικοί κι εσύ ν’ αγροικάς τη μουσική του πόθου.
Στους τοίχους θα ζωγραφίζω λέξεις, σχήματα και μορφές,
στις γωνιές θα φυτεύω μαρτυρίες και μιαν ανοχύρωτη προσμονή,
να στέκει περίεργο το πλήθος κι εσύ βέβαιη να προσπερνάς.
Απ’ τη σκάλα των αγγέλων που ξέρω, θ’ ανεβαίνω στο υπερώο,
να δραπετεύω από τη γη και στη θεία στράτα να σε προλαβαίνω,
με ώριμες πνοές, απείθαρχες φωνές και χέρια να σφίγγουν απεγνωσμένα
την τρέλα των θεών, την αποκοτιά των θνητών, όλη τη δημιουργία,
να βγαίνω μπροστά απ’ τη μοίρα μου κι εσύ στη λευτεριά σου.
Και τις νύχτες, συντροφιά με κείνο το μελαγχολικό αστέρι που αγρυπνά ,
θα βγαίνουμε στο καρτέρεμα και το μάγεμα της κόκκινης αυγής,
να βλέπουμε πώς ξεκινά στο φέγγος του το πρωί και η ζωή στα μάτια σου.
Και να ξέρεις, το ουρλιαχτό που ακούστηκε το βράδυ με την πανσέληνο,
ήταν η μουσική της σιωπής που γλύκαινε την ψυχή στο ησυχαστήριό της.
Με την εκφραστική πένα του Γιώργου Αλεξανδρή