Ο Όρθρος της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης, είναι αφιερωμένος στον Ιερό Νιπτήρα, τον Μυστικό Δείπνο, την Υπερφυή προσευχή του Κυρίου και την Προδοσία του Ιούδα.
Στον Ιερό Νιπτήρα, πριν από το Δείπνο Ο διδάσκαλος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. δεν είναι μια τελετουργική πράξη, αλλά συμβολική έκφραση ταπεινοφροσύνης και αντιαυταρχικής νοοτροπίας. Ο κύριος τονίζει τη σημασία της πνευματικής κάθαρσης που ο ίδιος προσφέρει.
Χωρίς την εσωτερική καθαρότητα και το θείο φωτισμό ο άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα της Σταυρικής Θυσίας και να γευτεί τη χαρά της λύτρωσης.
"ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος. ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. λέγει αὐτῷ Πέτρος· Οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ' ἐμοῦ. λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ' ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ' οὐχὶ πάντες. ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν, εἶπεν αὐτοῖς· Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν"
[Σηκώνεται από το δείπνο και βάζοντας στην άκρη τα ιμάτιά του, παίρνει μια πετσέτα και την περιζώνεται. Βάζει κατόπιν νερό στη λεκάνη κι αρχίζει να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που είχε ζωστεί. Έρχεται, λοιπόν, και στο Σίμωνα Πέτρο αλλά εκείνος του λέει: «Κύριε, εσύ να μου πλύνεις τα πόδια;». Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Αυτό που κάνω εγώ, εσύ δεν ξέρεις ακόμα τι σημαίνει. Θα το μάθεις όμως κατόπιν». Του λέει ο Πέτρος: «Όχι, δε θα πλύνεις τα πόδια μου ποτέ». Ο Ιησούς απάντησε: «Αν δε σε πλύνω, δεν έχεις θέση κοντά μου». Του λέει τότε ο Σίμων Πέτρος: «Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου αλλά και τα χέρια μου να πλύνεις και το κεφάλι μου»!
Του λέει ο Ιησούς: «Αυτός που έχει ήδη λουστεί, δεν έχει ανάγκη παρά μονάχα τα πόδια του να πλύνει, και τότε είναι καθαρός ολόκληρος. Κι εσείς είστε καθαροί, μα όχι όλοι». Γιατί ήξερε βέβαια εκείνον που επρόκειτο να τον προδώσει, γι' αυτό και είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». Όταν λοιπόν έπλυνε τα πόδια τους και ξαναφόρεσε τα ιμάτιά του, κάθισε πάλι στο τραπέζι και τους είπε: «Καταλαβαίνετε τι έχω κάνει σε σας; Εσείς με προσφωνείτε Δάσκαλο και Κύριο, και καλά κάνετε, γιατί πραγματικά είμαι. Αν λοιπόν έπλυνα τα πόδια σας εγώ, που είμαι ο Κύριος και ο Δάσκαλος, οφείλετε κι εσείς να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου. Παράδειγμα λοιπόν σας έδωσα, έτσι ώστε, όπως συμπεριφέρθηκα εγώ σε σας, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς. Ναί, πραγματικά, σας λέω, δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του, κι ούτε αποσταλμένος ανώτερος από εκείνον που τον έστειλε. (Ιω.13, 4-16).]
Το Μυστικό Δείπνο, την παράδοση της Θείας Ευχαριστίας)
Στη διάρκεια του Δείπνου, παρέδωσε, ο Κύριος, στους μαθητές Του, αλλά και σε ολόκληρη την Εκκλησία τη Θεία Ευχαριστία, η οποία αποτελεί το κορυφαίο γεγονός για τη ζωή της Εκκλησίας. Με τη μετάληψη των θείων Μυστηρίων, οι πιστοί χριστοποιούνται, κοινωνούν τον Άχραντο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Έτσι, υο πλήρωμα της Εκκλησίας δεν εγκαταλείπεται ορφανό, αλλά προσκαλείται στο δείπνο της θείας Ευχαριστίας, η οποία είναι η πρόγευση της Βασιλείας του Κυρίου.
"καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· Μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ὁ ἐμβάψας μετ' ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα οὗτός με παραδώσει. ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι' οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· Μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶπας. Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ' ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν"
[Και οι μαθητές του έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. Έτσι, όταν βράδιασε, κάθισε στο τραπέζι με τους δώδεκα. Και καθώς έτρωγαν, είπε: «Σας πληροφορώ να το ξέρετε, πως ένας από σας θα με προδώσει». Εκείνοι, τότε, βαθιά λυπημένοι άρχισαν να του λένε ένας, ένας: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι του στο πιάτο, αυτός θα με προδώσει. Και όσο για το Γιο του Ανθρώπου, αυτός πηγαίνει βέβαια, όπως έχει γραφτεί γι' αυτόν, μα αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο με ενέργεια του οποίου παραδίνεται ο Γιος του Ανθρώπου. Θα ήταν προτιμότερο γι' αυτόν αν δεν είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος». Μίλησε τότε ο Ιούδας, που επρόκειτο να τον προδώσει, και είπε: «Μήπως είμαι εγώ, Δάσκαλε;». Του λέει: «Μόνος σου το είπες». Και καθώς έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί, κι αφού το ευλόγησε, το έκοψε και το πρόσφερε στους μαθητές του λέγοντας: «Πάρτε, φάτε. Αυτό είναι το σώμα μου». Πήρε κατόπιν το ποτήρι κι αφού ευχαρίστησε, τους έδωσε λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί τούτο είναι το αίμα μου, της Καινούργιας Διαθήκης, το οποίο χύνεται για χάρη πολλών, με σκοπό τη συγχώρηση των αμαρτιών. Και σας πληροφορώ πως από τώρα κι ύστερα δε θα πιω πια από το προϊόν αυτό του αμπελιού, ως την ημέρα εκείνη που μαζί σας θα το πίνω καινούργιο στη βασιλεία του Πατέρα μου». Κατόπιν, αφού έψαλαν, βγήκαν στο Όρος των Ελαιών.
Μτθ. 26,19-30).]
Την προσευχή του Κυρίου στον Κήπο της Γεσθημανή και η προδοσία του Ιούδα.
Στη συνέχεια, στον κήπο της Γεσθημανή, ο κύριος προσεύχεται. Ο ιδρώτας πέφτει ακατάπαυστα από το πρόσωπό Του, ως σταγόνες αίματος, φανερώνοντας τον εσωτερικό αγώνα και την ανθρώπινη αγωνία Του, πριν από το Πάθος. Η προσευχή του δείχνει την αγάπη Του για τον κόσμο, για τη σωτηρία και την Ανάσταση του οποίου οδηγείται προς το Σταυρό, ενώ συγχρόνως φανερώνει τη σχέση αγάπης και υπακοής στον Πατέρα.
"Τότε ἔρχεται μετ' αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· Καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ' ἐμοῦ. καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ. καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ' ἐμοῦ! γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπὼν. τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.
[Τότε έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σ' έναν τόπο που ονομάζεται Γεθσημανή και λέει στους μαθητές: «Καθίστε εδώ, ώσπου να πάω και να προσευχηθώ πιο εκεί». Και αφού πήρε μαζί του τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αγωνιά. Τους λέει τότε: «Έχω τόση λύπη στην ψυχή μου, που μόνο ο θάνατος μπορεί να τη σβήσει. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου». Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη κι έλεγε προσευχόμενος: «Πατέρα μου, αν γίνεται, ας απομακρυνθεί το ποτήρι αυτό από μένα. Όμως ας μη γίνει όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις εσύ». Έρχεται κατόπιν στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται. Λέει τότε στον Πέτρο: «Ώστε λοιπόν δεν μπορέσατε ούτε μια ώρα να ξαγρυπνήσετε μαζί μου; Μένετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μην πέσετε σε πειρασμό. Το πνεύμα, βέβαια, είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι αδύνατη». Πήγε ξανά για δεύτερη φορά και προσευχήθηκε λέγοντας: «Πατέρα μου, αν δε γίνεται να απομακρυνθεί το ποτήρι αυτό από μένα χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». Κι όταν γύρισε, τους βρίσκει πάλι να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα. Κι αφήνοντάς τους, πήγε πάλι και προσευχήθηκε για τρίτη φορά λέγοντας την ίδια προσευχή. Ύστερα έρχεται στους μαθητές του και τους λέει: «Κοιμάστε, το λοιπόν, και αναπαύεστε! Να, η ώρα έφτασε κι ο Γιος του Ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών. Σηκωθείτε να πάμε. Νάτος! Έφτασε αυτός που με προδίνει»!(Μτθ. 26, 36-46).]
Η προδοσία του Ιούδα και η παράδοσή του Κυρίου στο Συνέδριο των Ιουδαίων, αποδεικνύει το μέγεθος της αχαριστίας και της αγνωμοσύνης σε Εκείνον που τον δέχτηκε και τον αγάπησε, σε Εκείνον που θαυματούργησε μπροστά του, σε Εκείνον που κήρυξε και αποκάλυψε θείες αλήθειες μπροστά του. Η προδοσία του Ιούδα υπήρξε προϊόν της ελεύθερης βουλήσεώς του.
Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· Ὃν ἂν φιλήσω αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· Χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἑταῖρε, ἐφ' ὃ πάρει; τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀπόστρεψον σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται. ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ' ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον" (Μτθ.26, 36-46).
[Κι ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, εμφανίστηκε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένος από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του λαού. Κι ο προδότης του, τους είχε δώσει σύνθημα λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι, πιάστε τον». Πήγε, λοιπόν, κατευθείαν στον Ιησού και είπε: «Χαίρε, Δάσκαλε», και τον φίλησε επανειλημμένα. Κι ο Ιησούς του είπε: «Σύντροφε, για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ;». Τότε, αφού πλησίασαν, άπλωσαν με βιαιότητα τα χέρια τους στον Ιησού και τον έπιασαν. Και ξαφνικά ένας απ' αυτούς που ήταν με τον Ιησού, απλώνοντας το χέρι του, έσυρε το μαχαίρι και χτυπώντας το δούλο του αρχιερέα τού έκοψε το αυτί. Του λέει τότε ο Ιησούς: «Βάλε το μαχαίρι σου πίσω στη θέση του, γιατί όλοι όσοι κάνουν χρήση μαχαιριού, από μαχαίρι θα πεθάνουν. Ή θαρρείς πως δεν μπορώ τώρα να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να μου παρατάξει περισσότερους από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Αλλά πώς αλλιώς θα εκπληρωθούν οι προφητείες της Γραφής, που λένε ότι έτσι πρέπει να γίνει;». Ακριβώς εκείνη την ώρα είπε ο Ιησούς στους όχλους: «Ληστή θαρρείτε πως κυνηγάτε, και βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα μαζί σας καθόμουν στο ναό διδάσκοντάς σας, και δε με συλλάβατε. Όμως όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθούν τα όσα έγραψαν οι προφήτες». Τότε οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν.(Μτθ. 26, 47-56).]
Στην ανάμνηση της παράδοσης των Μυστηρίων και της υπερθαύμαστης προσευχής του Κυρίου, όλοι εμείς οι πιστοί παίρνουμε δύναμη, ενισχυόμαστε από τη θεία δωρεά, ώστε να γίνουμε συνοδοιπόροι του δράματος, το οποίο τώρα κορυφώνεται, για να μιμηθούμε τη θεία ταπείνωση και να αποκυρήξουμε το φίλημα της προδοσίας.