Ανακάθισε ράθυμα,
ακούμπησε το κεφάλι στην παλάμη του
όπως το ’χε συνήθειο
σαν ήθελε να καταγγείλει κάτι
και παρακολουθώντας στη μακριά κοίτη του δρόμου
τη θλιβερή παρέλαση του συνωστισμένου πλήθους,
που στην απειλή των δίσεκτων καιρών
βγήκε να δηλώσει τον αθώο του πανικό,
μοιρολάτρησε στοχαστικά
αποφεύγοντας την οργή και την καταδίκη.
Κουβαλούσε ο καθένας την απόγνωσή του
στην αποκαθήλωση της ευμάρειας
και τη διάτρηση της ευφορίας.
Ανακάλυπταν εχθρούς ,προφήτευαν κινδύνους,
μηρύκαζαν απορίες και βρισιές
για πρόσωπα και καταστάσεις,
έφτυναν σε επιλογές και αποφάσεις
κι αποποιούμενοι των ευθυνών και των αιτίων,
μινύριζαν σε μετανιωμούς με παρακλήσεις
προσμένοντας στο λόγο του επόμενου μεσσία,
οι προσδοκίες τους να αληθέψουν
και το εθνικό τους ανάστημα να υψώσουν.
Έφερναν εκδίκηση οι καιροί
και χάνονταν της ζωής τα μέτρα,
έτσι φτηνή που την φαλκίδεψαν
ανάμεσα στο δράμα και την ειρωνεία.
Πόση τάχα αυτοταπείνωση ν’ αποτελεί
η υπεκφυγή και η υποκρισία;
Ανέτρεξε απρόθυμα
στις ήσυχες μέρες της μακάριας ευδαιμονίας
γιατί και η δική του δικαιοσύνη
ήταν συμφωνία και ανοχή.
Μικρομάγαζο στο πίσω στενό
της ζωής το καθημερινό αλισβερίσι,
με φωνές υποταχτικές και πρόδηλες σιωπές.
Ακολούθησε κι αυτός τη μεγάλη κοίτη
με μόνη αντίσταση την αυτοκριτική
και την παραδοχή της προσωπικής του ήττας.
Ήταν ένας απ΄ αυτούς.
Το τέταρτο από τα "έξι ασταθή βήματα μέχρι τη βεβαιότητα" του Γιώργου Αλεξανδρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου