του Γιώργου Αλεξανδρή
Η μέρα στοίχειωνε καημός, βουβός λυγμός τ’απόβραδο,
γύρω της σώπαιναν ανήμποροι θεράποντες θεοί
και νύχτωνε νωρίς στην αυλή της Βανθίας.
Η ζωή την καλούσε ακόμη μια φορά μονάχη.
Η γοητεία της συνηθισμένης νύχτας,
μετεωρίστηκε κίβδηλη, απώλεια κι οδύνη
κι ανακάλυπτε πως η προσδιορισμένη ζωή της,
λίγος φραγμένος δρόμος και δυο επιστροφές,
ήταν ένα λινό υφάδι από ασύνδετες μικρές ιστορίες,
ξένες ιστορίες, πλασμένες με πολύ χώμα και λίγο ουρανό
και για να μην παραδοθεί στη μοναξιά και τη φυγή,
να μη χαθεί σε μέρες απροστάτευτες κι εκτεθειμένες νύχτες,
στράγγιξε απομεινάρια αθωότητας κι αντοχής,
έσφιξε στα χέρια της το διαλυμένο χρόνο
κι αναμετρήθηκε με θρυμματισμένες εικόνες,
ανέσπερες μνήμες και δόκιμες προσμονές.
Ψήλωνε η γη ακόμη ένα μπόι στον ίσκιο της,
χαμήλωνε σπιθαμές στα νέφη του ο ουρανός,
έγερνε ο κόσμος του καημού, του ονείρου αντρειευόταν,
μέγας ο θάνατος, ο έρωτας βαθύς, αλόγιαστα τα πάθη
και η Βανθία, αυγής αγέρι, δραπέτευε από αγιογραφίες,
απ’ την υποταγή στην ηθική της ματαιότητας
κι έβρισκε καταφυγή και διέξοδο στις αξόδευτες ημέρες,
εκεί όπου περίσσευαν τα χρώματα και οι αναμνήσεις.
Αδρές μορφές οι αλήθειες της και οιωνοί οι στοχασμοί της,
ο κόσμος της γραφή ομορφιάς, το άπειρο στα όριά της,
είχε αρχή το αύριο κι ο χώρος της σημάδια,
να βρει τις χαμένες άνοιξες και των γιορτών τη λάτρα,
απομεσήμερα του νου και της ψυχής αστροφεγγιές,
λεύτερη να μοιράζεται των καιρών και των ανθρώπων,
με το κρυφό παράπονο, με το ζεστό το γέλιο,
μια ηλιαχτίδα ταπεινή μπροστά σε παραθύρι ,
ένα τραγούδι θαρρετό σε σκοτεινό δρομάκι.
Η εικόνα είναι από: http://stinmpanta.blogspot.gr/2010/12/blog-post_28.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου