Ξεκίνησε σήμερα Πέμπτη 8 Μαΐου 2014 στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας στα Μελισσιάτικα του Βόλου το Διεθνές Συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών με θέμα : ''Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις ''.
Στην έναρξη του Συνεδρίου, ύστερα από την εισαγωγική ομιλία του Δντη της Ακαδημίας κ. Καλαϊτζιδη, ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζούλιας ανέγνωσε μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ Βαρθολομαίου. Την έναρξη κήρυξε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ Ιγνάτιος.
Στην πρώτη εισήγηση της πρώτης ημέρας, ο καθηγητής Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Ε. Κ. Π. Α. Αρχιμανδρίτης π. Γρηγόριος Παπαθωμάς έθεσε το θέμα της Ιστορικής συνάφειας της Κανονογέννησης στη Θεολογία των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας.
Στην επόμενη εισήγηση ο ομότιμος καθηγητής κ. Σπύρος Τρωγιάνος, ανέπτυξε το θέμα:
"Η αρχή της Οικονομίας στην Ορθόδοξη Παράδοση άλλοτε και τώρα".
Ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς και ο κ. Καλαϊτζίδης
Ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζούλιας
Ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς
Για να διαβάσετε ή να κατεβάσετε ολόκληρη την εισήγηση του π. Γρηγορίου, κάντε κλικ στο εικονίδιο:
Ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς, ο κ. Καλαϊτζίδης και ο κ. Σπυρίδων Τροιάνος
Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος
Οι σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος και Περγάμου
Δείτε μαγνητοσκοπημένες όλες τις ανακοινώσεις στο https://www.youtube.com/user/ IMDimitriados
Η Επισκόπηση του Διεθνές Συνέδριου με τίτλο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις» |
Με
ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε από την Πέμπτη 8 μέχρι την Κυριακή
11 Μαΐου 2014 στο Βόλο το Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «Κανόνες της
Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις» που διοργανώθηκε από την Ακαδημία
Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κατά την έναρξη
του Συνεδρίου σύντομο χαιρετισμό απηύθυναν ο Διευθυντής της Ακαδημίας
Θεολογικών Σπουδών Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης, ο οποίος περιέγραψε την
προβληματική και τους άξονες του Συνεδρίου, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος
κ. Ιγνάτιος ο οποίος αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα και την ανάγκη
διερεύνησης της σχέσης των ιερών κανόνων προς τη σύγχρονη
πραγματικότητα, ενώ ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας
ανέγνωσε το μήνυμα που απέστειλε με αφορμή το Συνέδριο, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α', όπου τονιζόταν, μεταξύ άλλων, η
διαχρονική σημασία της κανονικής παραδόσεως για τη ζωή Εκκλησίας.
Σύντομο χαιρετισμό απηύθυνε εκ μέρους του Δημάρχου Βόλου κ. Σκoτινιώτη, ο
Αντιδήμαρχος Κοινωνικής Προστασίας, Παιδείας και Πολιτισμού κ.
Απόστολος Παντσάς, εξαίροντας τη σπουδαιότητα του θέματος.
Στη μοναδική συνεδρία της πρώτης ημέρας του συνεδρίου, υπό την προεδρία του Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Δρ. Παντελή Καλαϊτζίδη, ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς, (Καθηγητής Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ορθοδόξου Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Σεργίου, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών (EFOST) και Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών) μίλησε με θέμα «Ιστορική Συνάφεια της Κανονογέννησης και Θεολογία των Ιερών Κανόνων». Σύμφωνα με τον ομιλητή, η Εκκλησία υπάρχει τόσο ενδοϊστορικά όσο και εξωϊστορικά/εσχατολογικά. Λόγω του διττού αυτού τρόπου ύπαρξής της, η Εκκλησία καλείται να εκφραστεί και να αντιμετωπίσει σύγχρονα ιστορικά φαινόμενα που απασχολούν τον άνθρωπο, τόσο μέσα από έναν εσχατολογικό προσανατολισμό (Θεία Λειτουργία) όσο και με οντολογικούς οδοδείκτες (Ιεροί Κανόνες), με σκοπό την ενότητα της διαφοράς μεταξύ ανθρώπινης ενδοϊστορικής και εσχατολογικής ύπαρξης. Εδώ έγκειται και το γεγονός της Κανονογέννησης, αλλά και της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ενδοϊστορικής συνάφειας και εσχατολογικής θεολογίας στους Ιερούς Κανόνες. Στη συνέχεια ο Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπυρίδων Τρωϊάνος ανέπτυξε το θέμα «Η αρχή της Οικονομίας στην Ορθόδοξη παράδοση άλλοτε και τώρα». Σύμφωνα με τον εισηγητή γίνεται συχνά λόγος στην ιστορία του δικαίου για την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας επί του ρωμαϊκού δικαίου. Δεν μπορεί ωστόσο να αγνοήσει κανείς και την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή την επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου κατά τη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών θεσμών, δοθέντος ότι η Εκκλησία οργανώθηκε, ακολουθώντας τα πρότυπα του νομικού της περιβάλλοντος. Αρκετά ενωρίς εμφανίζεται στο ρωμαϊκό δίκαιο η έννοια της aequitas (= ισότης), που στηρίζεται στην αριστοτελική επιείκεια. Η aequitas είναι μέθοδος προσέγγισης του δικαίου, στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο η συγκατάβαση, όχι όμως ως απερίσκεπτη παρέκκλιση από την πάγια δικαϊκή παράδοση, αλλά ως συγκεκριμενοποίηση της ιδέας της δικαιοσύνης. Με την πάροδο του χρόνου, αφού έγινε κατανοητή από τους νομικούς της κλασικής περιόδου η δυνατότητα ύπαρξης διαφοράς ανάμεσα στο αυστηρό δίκαιο και στην aequitas, κατέστη η τελευταία ερμηνευτικό εργαλείο. Από πρακτική άποψη η aequitas υπαγόρευε την έκδοση όμοιων αποφάσεων για την αντιμετώπιση όμοιων υποθέσεων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, στις οποίες το αίσθημα του δικαίου υπαγόρευε απόκλιση από το ισχύον δίκαιο. για τον χαρακτηρισμό και των δύο μεθόδων ανεύρεσης του δικαίου χρησιμοποιήθηκε στο πεδίο του εκκλησιαστικού δικαίου ο όρος «οικονομία». Το ουσιαστικό «οικονομία», προερχόμενο από το ρήμα «οικονομώ», έχει πολλές σημασίες. Κατά εξίσου πολύπλευρο τρόπο γινόταν ευθύς εξ αρχής αντιληπτή η έννοια της «οικονομίας» και στον εκκλησιαστικό χώρο. Η οικονομία εμφανίζεται στους κανόνες όλων των συνόδων τόσο των οικουμενικών όσο και των τοπικών, ωστόσο, το πεδίο, επί του οποίου τύχαινε εφαρμογής κατά απολύτως ιδιαίτερο τρόπο, είναι εκείνο της τέλεσης των μυστηρίων και της αναγνώρισης της ισχύος τους, κυρίως, ως προς την ικανότητα από άποψη κανονικού δικαίου του λειτουργού του μυστηρίου. Εφόσον η οικονομία αποτελεί έννοια τόσο θεολογική όσο και νομική, δεν είναι απορίας άξιο το ότι υπήρξε αντικείμενο ρύθμισης από τη νομοθεσία του νεοελληνικού κράτους. Η τελευταία όμως περιορίστηκε στη θέσπιση διατάξεων διαδικαστικού χαρακτήρα, αφήνοντας τον προσδιορισμό του περιεχομένου της οικονομίας στη θεωρία του κανονικού δικαίου.
Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της δεύτερης ημέρας του συνεδρίου (Παρασκευή 9 Μαΐου) υπό την προεδρία του αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Κορναράκη, ο Χρήστος Καρακόλης Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ανέπτυξε το θέμα «Βιβλικό πνεύμα και Κανόνες της Εκκλησίας». Στην εισήγηση αυτήν εξετάστηκε κατ' αρχάς η τοποθέτηση του Χριστού απέναντι στις εντολές του μωσαϊκού νόμου σύμφωνα με τη μαρτυρία των συνοπτικών ευαγγελίων. Ο απ. Παύλος θέτει ως βάση της ηθικής διδασκαλίας του τον Δεκάλογο. Η χριστιανική ηθική της αγάπης, την οποία κηρύττει ο Παύλος, υπερβαίνει και καταργεί ουσιαστικά τη νομική ηθική. Η απελευθέρωση του ανθρώπου από την «κατάρα του νόμου» οφείλεται στο γεγονός του Χριστού.Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το πλέον «αντινομικό» κείμενο της Καινής Διαθήκης. Η κύρια εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του είναι το να πιστεύουν στον ίδιο και να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Η πίστη και η αγάπη καθιστούν περιττή κάθε επιμέρους ηθική διδασκαλία.Η εισήγηση ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση ορισμένων προβληματισμών σχετικά με τη γένεση και την ανάπτυξη των κανόνων. Στη συνέχεια ο π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Cambridge και Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ανέπτυξε το θέμα «Δογματική θεολογία και Ιεροί Κανόνες». Σύμφωνα με τον εισηγητή οι κανόνες αποτελούν έκφραση και εφαρμογή του φόγματος στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι έγινε προσπάθεια να επισημανθούν ορισμένες θεμελιώδεις θεολογικές αρχές που διέπουν τους κανόνες της Εκκλησίας και αποτελούν κριτήριο για την επολογή, αναθεώρηση, συστηματοποίηση, ερμηνεία και θέσπιση κανόνων και κανονικών διατάξεων. Η συνεδρία ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Σταύρου Γιαγκάζογλου, Συμβούλου Α΄ ΥΠΑΙΘ, Διευθυντή του περιοδικού «Θεολογία» και Διδάσκοντος στο ΕΑΠ, πάνω στο θέμα «Ευχαριστιακή εκκλησιολογία και κανονική παράδοση». Στην εισήγησή αυτή παρουσιάστηκε το ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό υπόβαθρο της κανονικής παράδοσης. Οι κανόνες πηγάζουν από την ευχαριστιακή κοινότητα και θεσπίστηκαν από την Εκκλησία για τη διασφάλιση της ενότητας, της τάξης και της ειρήνης, αλλά και της εφαρμογής του ποιμαντικού της έργου στο πλαίσιο της άρρηκτης σχέσης μεταξύ ευχαριστίας, δόγματος και ήθους. Ακολούθως, διερευνήθηκε η διαφορετική κατανόηση της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας από τον π. Νικόλαο Αφανάσιεφ και τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ιδιαίτερα ως προς τη σχέση της με το Κανονικό Δίκαιο. Ακόμη, επισημάνθηκε ο πνευματολογικός παράγοντας ως προς τη συνοδική αποδοχή αλλά και ως προς την ποιμαντική και θεραπευτική εφαρμογή των κανόνων. Ωστόσο, το δικανικό πνεύμα και η αυτονόμησή των κανόνων από το πλαίσιο της ευχαριστιακής θεμελίωσης και λειτουργίας τους είναι δυνατό να οδηγεί συχνά στην εμφάνιση ποικίλων εντάσεων μεταξύ θεσμού και χαρίσματος ή ακόμη και σε φονταμενταλιστικές ακρότητες. Πέρα από ενδεχόμενες ιστορικές και όχι πάντοτε εκκλησιολογικές επιδράσεις και στοχεύσεις στη μορφολογία των κανόνων, η Εκκλησία μπορεί να προβαίνει στην ανανέωση της κανονικής παράδοσης είτε αλλάζοντας το ιστορικό και μορφολογικό περίβλημα των κανόνων είτε εφαρμόζοντας διακριτικά την αρχή της ακρίβειας και της οικονομίας. Είναι ανάγκη στις μέρες μας η ποιμαντική εφαρμογή των κανόνων και γενικότερα το Κανονικό Δίκαιο ως ιδιαίτερος επιστημονικός θεολογικός κλάδος να επανασυνδεθεί οργανικά με την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία.
Στη δεύτερη πρωινή συνεδρία υπο την προεδρία του Μητροπολίτη Νιγηρίας κ. Αλεξάνδρου, ο Θεόδωρος Γιάγκου, Πρόεδρος Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ., ανέπτυξε το θέμα «Αυθεντικό και νόθο στην Ορθόδοξη κανονική παράδοση». Η διαλεκτική ανάμεσα στο γνήσιο και το νόθο, σε αυτό που περιέχεται στο corpus των κανόνων και σε αυτό που εισάγεται μεταγενέστερα από τα θεσμικά όργανα της εκκλησίας και ενίοτε από ιδιωτική πρωτοβουλία και που μαρτυρείται και αναδεικνύεται σε πολλές κανονικές πηγές του 11ου και του 12ου αι., διατηρήθηκε στη χειρόγραφη παράδοση με εμφανή τάση καθιέρωσης της λεγομένης ψευδοκανονικής παράδοσης, σιωπηρά και κατά το πλείστον αδιαμαρτύρητα εις βάρος πολλές φορές του επίσημου corpus κανόνων. Ο αριθμός και μόνον των ποικίλων διασωθεισών χειρογράφων συλλογών επιμαρτυρεί την ευρύτητα της αποδοχής των κειμένων της ψευδοκανονικής παραδόσεως, που αποδίδεται σε υποτιθέμενους συγγραφείς, πρωτίστως στους πατριάρχες Ιωάννη Νηστευτή και Νικηφόρο Ομολογητή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παρήγετο και ενσωματώνετο στις κανονικές συλλογές ανεξέλεγκτα. Στη συνέχεια ο David Heith-Stade, Υπ. Δρ. του Πανεπιστημίου της Lund (Σουηδία), μίλησε για το θέμα «Υπάρχει "consensus canonum";», όπου εξετάστηκε η αναζήτηση ενός consensus canonum (δηλ. συμφωνία κανόνων). Διερευνήθηκε επίσης με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει θεωρητικά λόγος για συμφωνία των κανόνων, ενώ αξιοποιήθηκαν ιστορικά παραδείγματα προκειμένου να εξεταστεί τι ακριβώς εννοείται όταν γίνεται λόγος για το consensus canonum. Τελευταίος ομιλητής της συνεδρίας ήταν ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η ποιμαντική φύση των Ιερών Κανόνων». Η απάντηση στο ερώτημα περί της ποιμαντικής φύσεως των Ιερών Κανόνων προϋποθέτει την διευκρίνιση σχετικά με το πώς κατανοούμε την Ποιμαντική Θεολογία και κατά προέκταση τη σύγχρονη Ποιμαντική Πράξη. Προηγείται, δηλαδή, η διερεύνηση του σύγχρονου «επιστημολογικού προβλήματος» της Ποιμαντικής Θεολογίας. Το πρώτο μέρος του επιστημολογικού ποιμαντικού προβλήματος, και κατά προέκταση της αλλοιώσεως της ποιμαντικής φύσεως των Ιερών Κανόνων συμπυκνώνεται στην ανεπίγνωστη επικράτηση ενός νομικιστικού και ηθικιστικού τρόπου εφαρμογής των κανόνων στην ποιμαντική πράξη. Το δεύτερο μέρος χαρακτηρίζεται από τον εγκλωβισμό σε μια ακτιβιστική και ψυχολογικού προσανατολισμού Ποιμαντική, όπου οι Ιεροί Κανόνες αντιμετωπίζονται πλέον ως δευτερευούσης σημασίας ή, απλώς, δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού η ψυχολογική κατανόηση του υποκειμένου και η ανακούφισή του από τα προβλήματα του παρόντος βίου μοιάζει να αποκτά απόλυτη προτεραιότητα. Εξ επόψεως Ορθοδόξου το μέτρο και το ήθος που διασφαλίζουν την κατανόηση της ποιμαντικής φύσεως και της ορθής ποιμαντικής χρήσεως των Ιερών Κανόνων συνοψίζονται εξαιρετικά στον ΡΒ' Κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Πενθέκτης Συνόδου. Το ουσιαστικό ερώτημα αφορά στην ευθύνη μας να διατυπώσουμε και να διαμορφώσουμε εντός του πλαισίου των Θεολογικών Σπουδών μια Ορθόδοξη Ποιμαντική Θεολογία, που έχει επίγνωση των εκκλησιολογικών και δογματικών προδιαγραφών της.
Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία υπό την προεδρία της Teva Regule, πρώτος ομιλητής ήταν ο Michel Stavrou, Καθηγητής Ορθοδόξου Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Σεργίου (Παρίσι), με θέμα «Κανόνες και βάπτισμα των ετεροδόξων». Σύμφωνα με τον εισηγητή, εάν το ζήτημα της αναγνώρισης του βαπτίσματος των ετεροδόξων από τη Ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά, αυτό οφείλεται στην εποχή των συγκρούσεων μεταξύ των Χριστιανών της Δύσης και της Ανατολής. Η παρούσα εισήγηση επιχειρήσε να παρουσιάσει τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο, εξετάζοντας τα ιστορικά, κανονικά και θεολογικά δεδομένα. Ο θεμελιώδης άξονας της κανονικής παράδοσης της Ορθοδοξίας που σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας, αποτελείται από τον 95ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλω Συνόδου του 692. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν έγινε πάντοτε δεκτός στο πέρασμα των αιώνων. Κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, η πολύ σοβαρή ένταση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το φαινόμενο των «ιεραποστόλων» - προσήλυτοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Τρανσυλβανία - οδήγησε στην απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 1755, η οποία επηρέασε στη συνέχεια μέσω του έργου του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, τη σύγχρονη αντίληψη της νεοελληνικής μυστηριακής θεολογίας. Πρόκειται για μια απόφαση η οποία αμφισβητείται στο πλαίσιο της οικουμενικής ορθοδοξίας και βρίσκεται σε διάσταση με την αρχαία παράδοση. Στο σημείο αυτό εκφράζεται η ελπίδα ότι ένας πανορθόδοξος προβληματισμός είναι απόλυτα αναγκαίος σχετικά με το ζήτημα της αναγνώρισης του βαπτίσματος των ετεροδόξων Χριστιανών, γεγονός που θα βοηθήσει στην επιστροφή της Ορθοδοξίας στο πνεύμα της μεγάλης πατερικής και βυζαντινής παράδοσης (για να δείτε το βίντεο της ομιλίας πατήστε εδώ). Ο π. Alexander Rentel, Επίκουρος Καθηγητής Κανονικού Δικαίου Ορθοδόξου Θεολογικού Σεμιναρίου Αγίου Βλαδιμήρου (Νέα Υόρκη) μίλησε με θέμα «Κανονικότητα και Εκκλησιακότητα των ετεροδόξων». Στην κανονική παράδοση, υπάρχουν διάφορες ομάδες εκτός Εκκλησίας των οποίων η κατάσταση, δεν τους επιτρέπει να χαρακτηριστούν ως Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο που η Εκκλησία είναι. Αυτές οι ομάδες είναι είτε μη χριστιανικές (ειδωλολάτρες), ή αλλιώς έχουν αποκοπεί από την ενότητα της Εκκλησίας (παρασυναγωγές ή σχισματικοί), ή έχουν επιλέξει μια άλλη πίστη (αιρετικοί). Οι κανόνες διατηρούν μια αυστηρή προσέγγιση απέναντι στην αρχή αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη προοπτική που υπάρχει στην ίδια κανονική παράδοση και αφορά στον τρόπο θεώρησης των ομάδων αυτών. Η προοπτική αυτή σκιαγραφεί διάφορες μεθόδους για την υποδοχή αυτών των ομάδων στην Εκκλησία όταν αυτές επιθυμούν την είσοδο σε αυτή. Κρατώντας αυτές τις μεθόδους υποδοχής, μαζί με τον άγραφο κανόνα που λέει ότι το Βάπτισμα αποτελεί τη μοναδική οδό εισόδου στην Εκκλησία, φαίνεται ότι αναγνωρίζεται σιωπηρά ότι αυτές οι ομάδες διατηρούν έναν βαθμό εκκλησιακότητας γεγονός που δεν καθιστά αναγκαίο το βάπτισμα. Επιπλέον, η κανονική και ευρύτερα πατερική παράδοση μαρτυρεί υπέρ της επιθυμίας διαλόγου με τους μη Ορθοδόξους, για την προσεκτική εξέταση της πίστης τους ενώ, όταν ενδείκνυται, ζητούν τη συμφιλίωση και την ενότητα μαζί τους. Τόσο η ακρίβεια όσο και η επιθυμία αυτή, αν και φαινομενικά φαίνονται ότι βρίσκονται σε αντίφαση, αναδύονται εξίσου από τη θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή της κανονικής παράδοσης, τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και μόνο παρέχει την κατανόηση και επιτρέπει την ορθή εφαρμογή της κανονικής παράδοσης. Στη συνέχεια αναγνώστηκε από τον Αρχ. Γρηγόριο Παπαθωμά το κείμενο με τίτλο «Συμπροσευχή και Οικουμενικός Διάλογος κατά τους Ιερούς Κανόνες», του Βλάσιου Φειδά, Ομ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Κοσμήτορα του Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambésy, Γενεύη, ο οποίος απουσίαζε από το συνέδριο. Στο κείμενο αυτό που έχει το χαρακτήρα γνωμάτευσης, εξετάστηκε το ζήτημα της συμπροσευχής στο διάλογο για την ενότητα των χριστιανών μέσα από την προσεκτική εξέταση της αληθούς έννοιας των ιερών κανόνων που διαλαμβάνουν με ζητήματα που αφορούν στη σχέση με τους ετεροδόξους χριστιανούς (λ.χ. με' Αποστολικός και λγ' Λαοδικείας), προχωρώντας στην εκκλησιαστική ερμηνεία επιμέρους σχετικών ιερών κανόνων, αναδεικνύοντας το καιρικόν και το επίκαιρόν τους.
Στην τελευταία συνεδρία της πρώτης μέρας του συνεδρίου υπο την προεδρία της κ. Μαρίας Τατάγιας Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ο Γεώργιος Γκαβαρδίνας, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ ανέπτυξε το θέμα «Κανόνες και νηστεία». Στη εισήγησή του ο ομιλητής υποστήριξε ότι η νηστεία ως θεσμός ίσχυσε στη αρχαία Ελλάδα, στην Αίγυπτο αλλά και σε διάφορους λαούς. Οι Εβραίοι σύμφωνα με τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου τηρούσαν διάφορες νηστείες. Ο χριστιανισμός παρέλαβε το πνεύμα της ιουδαϊκής νηστείας και το ενέταξε στο πνευματικό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τηρούνταν οι νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθώς και της Μ. Τεσσαρακοστής. Αυτές οι νηστείες, γνωστές και ως καθολικές νηστείες, διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο και τη διάρκεια από άλλες μεταγενέστερες νηστείες που εισήχθησαν σταδιακά, μέσω των Μοναστηριακών Τυπικών, στη ζωή της Εκκλησίας από τους εκπροσώπους του μοναχισμού, τις λεγόμενες ειδικές νηστείες. Οι ιεροί κανόνες διαλαμβάνουν κανονικές διατάξεις μόνον για τις καθολικές νηστείες. Αντιθέτως, με τις ειδικές νηστείες ασχολήθηκαν οι Ενδημούσες Σύνοδοι του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον ενδέκατο, κυρίως, αιώνα και εξέδωσαν σχετικές κανονικές αποφάσεις με τις οποίες ρύθμιζαν τη διάρκεια, την ισχύ και το κύρος των ειδικών νηστειών. Την έκδοση των αποφάσεων αυτών προκάλεσε η συχνή αμφισβήτηση των ειδικών νηστειών τόσο από μοναχούς, όσο και από κληρικούς και λαϊκούς. Οι αποφάσεις των συνόδων αυτών συνέβαλαν στην οριστική καθιέρωση των ειδικών νηστειών στη ζωή της Εκκλησίας. Ο επόμενος ομιλητής π. Αυγουστίνος Μπαϊρακτάρης, Επ. Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης και Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, μίλησε με θέμα «Κανόνες και περιβάλλον», όπου προσπάθησε να φανερώσει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ των Ιερών Κανόνων και του περιβάλλοντος. Στον όρο περιβάλλον συμπεριλήθφηκαν οι έννοιες της δημιουργίας γενικά και του ανθρώπου και της κτίσης ειδικότερα. Επιπλέον θεωρήθηκε χρήσιμο και σκόπιμο να γίνει αναφορά στο σύγχρονο φαινόμενο της οικολογικής κρίσης ως συνέπεια της μεταστροφής από την έννοια της διακονίας και της διαχείρισης του περιβάλλοντος στην έννοια της εκμετάλλευσης της δημιουργίας από τη μεριά του ανθρώπου με απώτερο σκοπό την ιδιοτελή και μονομερή του ανάπτυξη. Αυτή η μεταστροφή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας, η οποία προκαλεί την αυτονόμηση του ανθρώπινου προσώπου τόσο από το οικείο του περιβάλλον, όσο και από τη σχέση του με τον Θεό. Ποια και τι είδους σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ των κανόνων και της οικολογικής κρίσης, όπου η οικολογική κρίση προσλαμβάνεται ως συνέπεια της ανθρωπολογικής κρίσης; Στην προοπτική αυτή παρουσιάστηκαν σχετικοί κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στην ανθρώπινη πλεονεξία, που κινεί ουσιαστικά τη σύγχρονη και ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη εις βάρος των φυσικών πηγών κ.ά.
Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της δεύτερης μέρας του συνεδρίου (10 Μαΐου 2014), υπο την προεδρία του π. Alexander Rentel, ο πρώτος ομιλητής Νικόλαος Μαγγιώρος, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. ανέπτυξε το θέμα «Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και ετερότητας στους Κανόνες». Αφού προσδιόρισε το νόημα της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επεχείρησε να διευκρινήσει το χαρακτήρα των ιερών κανόνων σε σχέση με την θρησκευτική πολιτική της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτό οι ιεροί κανόνες αποτυπώνουν και τη σχέση του αυτοκράτορα προς την Εκκλησία. Τέλος έγινε αναφορά στη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών απέναντι στη νεωτερική κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας και το ρόλο της κανονικής παράδοσης της Εκκλησίας στο δημόσιο χώρο. Στη συνέχεια η εισήγηση της Δώρας Δημανοπούλου-Cohen, Ερευνήτριας στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (Παρίσι), λόγω απουσίας της, αναγνώστηκε από την επιστημονική συνεργάτιδα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών κ. Αικατερίνη Πεκρίδου. Σύμφωνα με την εισηγήτρια αν και 'Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ΄Ελλην', κατά τον Παύλο, στην Προς Γαλάτας (Γαλ. 3, 28) επιστολή του, ωστόσο ο ενδέκατος κανόνας της πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου που συγκλήθηκε επτά περίπου αιώνες αργότερα (691) από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β όριζε ότι: Μηδεὶς τῶν ἐν ἱερατικῷ καταλεγομένων τάγματι, ἢ λαϊκός, τὰ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα ἐσθιέτω, ἢ τούτοις προσοικειούσθω, ἢ ἐν νόσοις προσκαλείσθω, καὶ ἰατρείας παρ'αὐτῶν λαμβανέτω, ἢ ἐν βαλανείοις τούτοις παντελῶς συλλουέσθω· εἰ δέ τις τοῦτο πράξαι ἐπιχειροίη, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω. Σε τί οφείλεται η αλλαγή αυτή στην αντιμετώπιση των Εβραίων από την Εκκλησία, ώστε ο κανόνας αυτός να απαγορεύει ακόμη και την λήψη ιατρικής φροντίδας και βοήθειας από Εβραίο; Αντικατοπτρίζει ο κανόνας αυτός την ποιμαντική βούληση της Eκκλησίας ή την ανάγκη περισσότερο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού να καταπολεμήσει τα αναζωπυρωθέντα ιουδαϊκά και εθνικά ήθη και έθιμα και τις εμφανισθείσες εκκλησιολογικές διαφοροποιήσεις των κατά τόπους Εκκλησιών που απειλούσαν την ενότητα της αυτοκρατορίας; Στην παρούσα μελέτη, έγινε μια απόπειρα να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, λαμβάνοντας υπόψη μας τον 8ο κανόνα της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έδινε το δικαίωμα στους εβραϊκούς πληθυσμούς φανερῶς να εἶναι κατὰ τὴν ἑαυτῶν θρησκείαν. Η συνεδρία αυτή ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Rastko Jovic, Δρ. Θ., συνεργάτη του Παιδαγωγικού και Κατηχητικού Ινστιτούτου του Βελιγραδίου (Σερβία), ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Εκκλησιολογικές και κανονικές συνεπαγωγές από την τέλεση μεικτών και ανόμοιων γάμων». Οι δι-εκκλησιαστικοί και δια-θρησκευτικοί γάμοι αποτελούν πρόκληση για την θεολογία και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Θα ήταν ίσως καλύτερα να αποφευχθεί η συζήτηση για το θέμα αυτό, γιατί πρόκειται για ένα ζήτημα οδυνηρό. Στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο οι Χριστιανοί έρχονται σε επαφή με ζωντανούς ανθρώπους που έχουν προχωρήσει σε μεικτούς γάμους. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να προσεγγιστεί το θέμα αυτό, προκειμένου να βρεθούν διάφοροι τρόποι επίλυσής του, έτσι ώστε η ζωή να συνεχίσει να κυλάει ομαλά. Οι κανόνες της Εκκλησίας γεννήθηκαν σε μια εποχή όπου η η ίδια Εκκλησία ταυτίστηκε με την ιστορία, και η Αυτοκρατορία με τη Βασίλεια του Θεού. Ο σκοπός τους ήταν να ενδυναμώσουν το ιστορικό οικοδόμημα της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κάθε άλλος αποτελούσε μια απειλή για την ιστορική ύπαρξη της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, η εσχατολογία προσφέρει μια διαφορετική προοπτική ώστε να ιδωθεί ολάκερος ο κόσμος ως Εκκλησία «εν τω γίγνεσθαι». Οι μεικτοί γάμοι θέτουν αμείλικτα ερωτήματα, όπως λ.χ. πώς κατανοούμε τον εαυτό μας; ή πώς κατανοούμε τους άλλους; Η χριστιανική παράδοση βρίσκεται πλέον ενώπιον προκλήσεων που προέρχονται από νέα γεγονότα και πραγματικότητες, όπου η αντιμετώπισή τους απαιτεί θάρρος.
Στη δεύτερη πρωινή συνεδρία προήδρευσε ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας. Ο πρώτος ομιλητής Radu Preda, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Babes-Boyai (Ρουμανία), Διευθυντής του Ρουμανικού Ινστιτούτου Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER, Cluj-Napoca) ανέπτυξε το θέμα «Νομικό πνεύμα και κανονική παράδοση: από το ήθος της ελευθερίας στην ηθική του φόβου και του νόμου», όπου επικρίθηκε ο δικανικός-νομικός χαρακτήρας των κανονικών διατάξεων, στο βαθμό που μια τέτοια κατανόηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς το ευαγγελικό πνεύμα της αγάπης και ελευθερίας το οποίο θεωρείται και το πλέον κατάλληλο πρίσμα προκειμένου λ.χ. να υπερβαθούν οι κάθε είδους φυσικοί προκαθορισμοί στην θεώρηση του ανθρώπου. Επίσης τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι η κανονική παράδοση πηγάζει από την απελευθερωτική αγάπη του ευαγγελίου και οφείλει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πνεύμα του Χριστού, προσφέροντας στον άνθρωπο μια αίσθηση ελευθερίας.
Ο Κωνσταντίνος Κορναράκης Αν. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, μίλησε με θέμα «Κανόνες και Ηθική». Θεμελιώδες κριτήριο για να κατανοηθούν οι θεολογικές αφετηρίες του κανονικού έργου της Εκκλησίας είναι το πρόσωπο και οι υπαρξιακές του ανάγκες. Η Εκκλησία δια μέσου των Κανόνων της προβάλλει και ερμηνεύει με πρακτικό τρόπο, προς όφελος του ανθρώπου, τη σημασία του λόγου του Ευαγγελίου για τη σωτηρία του και αντλεί από την ιστορική αλλά και εσχατολογική δυναμική του Ευαγγελίου τα κριτήρια διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στον λόγο αυτό. Υπό την έννοια αυτή, τα αυθεντικά θεμέλια του κανονικού δικαίου δεν έγκεινται στη δικανική θεώρηση της αμαρτίας (παράπτωμα-ποινή), αλλά στην προβολή της δυσλειτουργίας του πνευματικού βίου του ανθρώπου. Επομένως η Εκκλησία, δια μέσου των κανόνων της, δεν χειραγωγεί το ήθος του ανθρώπου αλλά τον βοηθά να κατανοήσει την απομάκρυνσή του από τον ευαγγελικό λόγο και του προτείνει θεραπευτικά μέσα για να διαπαιδαγωγηθεί στην ελευθερία του Πνεύματος.
Στη συνέχεια η Teva Regule, Master Θεολογίας, Εκδότρια του Ορθοδόξου γυναικείου περιοδικού St. Nina Quarterly, διδάσκουσα στο Boston College (Βοστώνη) ανέπτυξε το θέμα «Γυναίκες και εκκλησιαστικοί κανόνες: μια δύσκολη σχέση», όπου υποστηρίχθηκε ότι η σχέση μεταξύ των γυναικών και των κανόνων της Εκκλησίας υπήρξε συχνά πολύ δύσκολη. Αν και οι κανόνες που ασχολούνται ειδικά με τη ζωή των γυναικών, διαμορφώθηκαν πριν από αιώνες, πολλοί εξακολουθούν από συνήθεια να χρησιμοποιούνται ακόμη για τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής ζωής των γυναικών στις μέρες μας, συχνά μάλιστα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκαν. Η παρούσα εισήγηση διερεύνησε τη σχέση αυτή, με έμφαση κυρίως στους κανόνες και τα υπομνήματα που μιλούν για την «ακαθαρσία» των γυναικών, καθώς επίσης και σε κάποιες από τις λειτουργικές πρακτικές που σχετίζονται με αυτήν την κατανόηση της βιολογικής λειτουργίας των γυναικών, και σε μερικές ποιμαντικές συνέπειες αυτών των πρακτικών για τη ζωή των γυναικών και της Εκκλησίας σήμερα.
Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία υπό την προεδρία του Καθηγητή Ιωάννη Κονιδάρη, η Μοναχή Vassa Larin, Δρ. Θ., Ινστιτούτο Ιστορικής Θεολογίας, Πανεπιστήμιο Βιέννης (Αυστρία) μίλησε με θέμα «Οι Κανόνες της Εκκλησίας στη θεωρία και την πράξη», όπου συζητήθηκε το προβληματικό status των «κανόνων» στην Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα. Οι κανόνες θεωρούνται σήμερα ως διαχρονικά ιδεώδη, και όχι ως μάρτυρες σε διάφορα ανθρώπινα προβλήματα από συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας της Εκκλησίας. Έτσι και η κατά κάποιο τρόπο ανιστορική λογική του Ορθοδόξου Κανονικού Δικαίου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δεν δίνει μονάχα την αφορμή για την απόρριψη απλά των «κανόνων», που δεν είναι πλέον κανόνες με τη κατάλληλη έννοια του όρου. Την ίδια στιγμή αποθαρρύνει επίσης αποτελεσματικά και οποιαδήποτε κριτική σκέψη σχετικά με το περιεχόμενο ορισμένων ξεκάθαρα προβληματικών «κανόνων». Υπάρχει επομένως ανάγκη να επανεξεταστεί η παράδοση αυτή που θεωρεί τους κανόνες ως «ιερούς, «θείους» ή αμετάβλητους, και αυτό θα πρέπει να γίνει, σύμφωνα με το πνεύμα της παραδοσιακής ελευθερίας της Εκκλησίας στο πλαίσιο της δικής της νομοθεσίας. Επίσης φαίνεται ότι υπάρχει και μια επείγουσα ανάγκη για μια συστηματική «ιεράρχηση των κανόνων» που θα διακρίνει εκείνους που έχουν διαχρονική σημασία από εκείνους που δεν έχουν. Αλλά, όπως έχει σήμερα η κατάσταση, το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο δεν διαθέτει κάποιο τέτοιο σύστημα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική σύγχυση σχετικά με τη «δεσμευτική» φύση και την «καθολική ισχύ» των κανόνων. Στη συνέχεια ο π. Patriciu Vlaicu, Αν. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Babes-Bolyai, Cluj-Napoca (Ρουμανία), Μέλος της Αντιπροσωπείας της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ανέπτυξε το θέμα «Σύγχρονη προσέγγιση της εφαρμογής των Ιερών Κανόνων στα θέματα αυτοκεφαλίας και "διασποράς"». Η ομιλία του χωρίστηκε σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος προσφέρθηκε μια επισκόπηση των διαφόρων τρόπων με τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέπτυξε την αυτοκεφαλία. Υπογραμμίστηκε ότι, με την ανάπτυξη των πολιτικών συμφερόντων σε μια ευρύτερη της επαρχίας περιοχή, άρχισε να διαμορφώνεται επίσης και μια εύρυτερη της μητρόπολης οργαντωτική δομή, η οποία ενεπλάκη nolens volens σε πολιτικά παιχνίδια. Ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται η αυτοκεφαλία σήμερα, την καθιστά ένα από τα πλέον αδύνατα σημεία της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος ο κανονικός θεσμός της αυτοκεφαλίας, αλλά μάλλον η παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων στη ζωή της Εκκλησίας, η οποία συχνά οδηγεί στον εγωισμό και τον Ορθόδοξο κουλτουραλισμό.Το δεύτερο μέρος έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δείχνουν ότι, μαζί με την κανονικότητα της τοπικής δικαιοδοσίας, που υποστηρίζεται επίσης από τον 8ο κανόνα της Α' Οικουμενικής Συνόδου, υπάρχει επίσης και ειδική φροντίδα για τη δικαιοδοσία απέναντι στις πολιτιστικές κοινοτήτες οι οποίες εμφανίζουν κάποια αυτοσυγκράτηση απέναντι στην ενσωμάτωσή τους. Τονίζοντας την αξία της μίας και μοναδικής επισκοπής σε μια επαρχία, η μελέτη έδειξε ότι η Εκκλησία ποτέ δεν επεδίωξε να δημιουργήσει μια διπλή τοπική δικαιοδοσία με τη βοήθεια κάποιου άτυπου οργάνου, σε σχέση προς τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες, έως ότου οι συγκεκριμένες κοινότητες ενσωματωθούν πλήρως στην κανονική δομή.
Ο Δημήτριος Νικολακάκης, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. μίλησε με θέμα «Προβλήματα από την εθνοφυλετική διαχείριση της ορθόδοξης "διασποράς"». Με τον όρο (Ορθόδοξη) Διασπορά εννοούμε τους ορθοδόξους εκείνους χριστιανούς που διαβιούν έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πρόκειται κυρίως για τους ορθοδόξους της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, της Αυστραλίας, της Δυτικής Ευρώπης κ.λπ. Οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονται από κράτη στα οποία κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα και για οικονομικούς λόγους μετανάστευσαν στις εν λόγω περιοχές, κυρίως κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Οι διαφορές ως προς την καταγωγή, το κράτος προέλευσης και κυρίως τη γλώσσα, η ανασφάλεια, τα έντονα αισθήματα νοσταλγίας και διατήρησης στενών δεσμών με τη μητέρα πατρίδα που διακατείχαν τους νέους μετανάστες και πρωτίστως η σταδιακή διείσδυση της ιδεολογίας του εθνοφυλετισμού στον εκκλησιαστικό χώρο, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την ενιαία κατά τόπους διαποίμανσή τους. Έτσι, από πολύ νωρίς παρατηρήθηκε το φαινόμενο της ύπαρξης παράλληλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών επί μιας και της αυτής περιφέρειας. Πιο συγκεκριμένα, οι επιμέρους ομάδες των ορθοδόξων οργανώνονταν εκκλησιαστικά με βάση το κριτήριο της εθνικής προέλευσης, γεγονός που είχε ως συνέπεια στην ίδια εκκλησιαστική περιφέρεια σε άλλον επίσκοπο να υπάγονται οι εξ Ελλάδος προερχόμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί, σε άλλον οι εκ Ρωσίας, σε άλλον οι προερχόμενοι από τα Πατριαρχεία της Ανατολής αραβόφωνοι ορθόδοξοι κ.ο.κ. Η κατάσταση αυτή, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, δημιούργησε το λεγόμενο πρόβλημα της Διασποράς, καθώς σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας κάθε εκκλησιαστική επαρχία οφείλει να έχει έναν επίσκοπο και μόνον, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για το σύνολο των πιστών της επισκοπής του ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή.
Στην τελευταία συνεδρία της ημέρας υπό την προεδρία αρχικά του Καθηγητή Θεόδωρου Γιάγκου και στη συνέχεια του Νικόλαου Ασπρούλη, επιστημονικού συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος Πρόεδρος Τμήματος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών μίλησε με θέμα «Εκκλησιολογική Θεώρηση των Ιερών Κανόνων». Στην εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στον εκκλησιολογικό χαρακτήρα των ιερών κανόνων και τη στενή και απαράβατη διασύνδεση του δόγματος προς την κανονική παράδοση (κατά το πρότυπο λ.χ. του 34ου κανόνα των Αποστόλων). Στο βαθμό που οι κανόνες περιγράφουν τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δομών θα ήταν λάθος κάθε είδους διαχωρισμός τους από τη δογματική θεολογία της Εκκλησίας. Οι κανόνες δεν αποτελούν κάποιο αυτάρκες δικανικό υποκείμενο, αλλά εντάσσονται αναπόσπαστα στην εκκλησιαστική ζωή, που διευκολύνουν την διαποίμανση του λαού του Θεού. Εξάλλου η ευχαριστιοκεντρική ταυτότητα της Εκκλησίας επικυρώνει και αναδεικνύει τον ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό χαρακτήρα των ιερών κανόνων, δείχνοντας επίσης και στη σημασία του επισκοπικού θεσμού για την πιστή τήρηση της κανονικής τάξεως. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε με την διευκρίνηση για τον τρόπο που κατανοείται η έννοια της Ορθοδοξίας και της αίρεσης στο πλαίσιο των ιερών κανόνων. Στη συνέχεια ο Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου Δρ. Θ., Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη», Διδάσκων στο ΕΑΠ, ανέπτυξε το θέμα «Αντίσταση, λαϊκή εξέγερση, επανάσταση: ερωτήματα για την κανονική παράδοση». Σύμφωνα με τον ομιλητή λιγοστοί ιεροί κανόνες αφορούν το ζήτημα της πολιτικής αντίστασης και εξέγερσης. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι οι εν λόγω κανόνες καταδικάζουν τέτοιες κινήσεις. Αν όμως τα κείμενα αυτά εξεταστούν μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, θα διαπιστωθεί ότι στη βυζαντινή πραγματικότητα (η οποία πάσχιζε να συνθέσει τα ευαγγελικά προτάγματα με τη ρωμαϊκή δημοκρατική παράδοση και με μια μοναρχία που χρειαζόταν θεϊκή επικύρωση) υπήρχαν αρκετές προϋποθέσεις ώστε να μην κατασταλεί και να μην αναθεματιστεί η έννοια της εξέγερσης και της επανάστασης. Η δυνατότητα πολιτικής ανατροπής αποτελούσε ένα είδος «συνταγματικής» αρχής, την οποία διαφύλαξε και η εκκλησιαστική ηγεσία, παρά την όποια διαπλοκή της με την αυτοκρατορική εξουσία. Αντίθετα με την διάχυτη σήμερα πεποίθηση ότι η έννοια της εξέγερσης δεν έχει ερείσματα στην Ορθόδοξη παράδοση (ή ότι κατά κάποιον τρόπο έχει μόνον όσον αφορά εθνικά ζητήματα), η μελέτη των κανονικών κειμένων μαζί με τον ιστορικό καμβά τους, δείχνει ότι την παράδοση την διατρέχει μια αξιοσημείωτη δυναμική, η οποία (αντίθετα προς πλήθος άλλων ρευμάτων αυταρχισμού) ευνοεί την ανάδυση του ανθρωπίνου υποκειμένου, τονίζει την πολιτική ευθύνη του μέσα στην ιστορία για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και, εν τέλει, διευκρινίζει ότι Παύλειες ρήσεις περί προελεύσεως πάσας εξουσίας εκ Θεού δεν σημαίνουν άκριτη νομιμοποίηση κάθε εξουσίας.
Την Κυριακή 11 Μαΐου, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Νιγηρίας κ. Αλεξάνδρου και των συγχοροστατούντων Αρχιερέων, Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Ιλιού κ. Αθηναγόρα και Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου, αλλά και με τη συμμετοχή των συνέδρων, έλαβε χώρα η καταληκτική συνεδρία υπό την προεδρία του Αθανάσιου Παπαθανασίου. Ο Ιωάννης Κονιδάρης, Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα «Κανόνες και πολιτειακή έννομη τάξη». Η εισήγηση επιχείρησε να απαντήσει σε σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την ευρύτερη προβληματική του θέματός της. Ποιοί είναι οι Κανόνες της Εκκλησίας σήμερα. Ποιά η ισχύς τους και ποιά η δυνατότητα μεταβολής τους και τα περιθώρια ερμηνείας τους. Τι θα προσέφερε η Κωδικοποίησή τους. Ποιά η θέση της Πολιτείας και ιδιαίτερα της νομολογίας των πολιτειακών δικαστηρίων απέναντι στους Ι. Κανόνες, αλλά και στο σύνολο των νεότερων κανονιστιστών διατάξεων που ρυθμίζουν τη ζωή και τη διοίκηση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως ν.π.δ.δ.. Το τίμημα. Ποιοι κανόνες τελικώς ισχύουν και αναγνωρίζονται ως συνταγματικώς κατοχυρωμένοι. Η διαχρονική διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας. Προσπάθειες εναρμονίσεως νόμων της Πολιτείας και κανόνων της Εκκλησίας.
Στη μοναδική συνεδρία της πρώτης ημέρας του συνεδρίου, υπό την προεδρία του Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Δρ. Παντελή Καλαϊτζίδη, ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς, (Καθηγητής Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ορθοδόξου Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Σεργίου, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών (EFOST) και Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών) μίλησε με θέμα «Ιστορική Συνάφεια της Κανονογέννησης και Θεολογία των Ιερών Κανόνων». Σύμφωνα με τον ομιλητή, η Εκκλησία υπάρχει τόσο ενδοϊστορικά όσο και εξωϊστορικά/εσχατολογικά. Λόγω του διττού αυτού τρόπου ύπαρξής της, η Εκκλησία καλείται να εκφραστεί και να αντιμετωπίσει σύγχρονα ιστορικά φαινόμενα που απασχολούν τον άνθρωπο, τόσο μέσα από έναν εσχατολογικό προσανατολισμό (Θεία Λειτουργία) όσο και με οντολογικούς οδοδείκτες (Ιεροί Κανόνες), με σκοπό την ενότητα της διαφοράς μεταξύ ανθρώπινης ενδοϊστορικής και εσχατολογικής ύπαρξης. Εδώ έγκειται και το γεγονός της Κανονογέννησης, αλλά και της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ενδοϊστορικής συνάφειας και εσχατολογικής θεολογίας στους Ιερούς Κανόνες. Στη συνέχεια ο Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπυρίδων Τρωϊάνος ανέπτυξε το θέμα «Η αρχή της Οικονομίας στην Ορθόδοξη παράδοση άλλοτε και τώρα». Σύμφωνα με τον εισηγητή γίνεται συχνά λόγος στην ιστορία του δικαίου για την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας επί του ρωμαϊκού δικαίου. Δεν μπορεί ωστόσο να αγνοήσει κανείς και την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή την επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου κατά τη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών θεσμών, δοθέντος ότι η Εκκλησία οργανώθηκε, ακολουθώντας τα πρότυπα του νομικού της περιβάλλοντος. Αρκετά ενωρίς εμφανίζεται στο ρωμαϊκό δίκαιο η έννοια της aequitas (= ισότης), που στηρίζεται στην αριστοτελική επιείκεια. Η aequitas είναι μέθοδος προσέγγισης του δικαίου, στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο η συγκατάβαση, όχι όμως ως απερίσκεπτη παρέκκλιση από την πάγια δικαϊκή παράδοση, αλλά ως συγκεκριμενοποίηση της ιδέας της δικαιοσύνης. Με την πάροδο του χρόνου, αφού έγινε κατανοητή από τους νομικούς της κλασικής περιόδου η δυνατότητα ύπαρξης διαφοράς ανάμεσα στο αυστηρό δίκαιο και στην aequitas, κατέστη η τελευταία ερμηνευτικό εργαλείο. Από πρακτική άποψη η aequitas υπαγόρευε την έκδοση όμοιων αποφάσεων για την αντιμετώπιση όμοιων υποθέσεων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, στις οποίες το αίσθημα του δικαίου υπαγόρευε απόκλιση από το ισχύον δίκαιο. για τον χαρακτηρισμό και των δύο μεθόδων ανεύρεσης του δικαίου χρησιμοποιήθηκε στο πεδίο του εκκλησιαστικού δικαίου ο όρος «οικονομία». Το ουσιαστικό «οικονομία», προερχόμενο από το ρήμα «οικονομώ», έχει πολλές σημασίες. Κατά εξίσου πολύπλευρο τρόπο γινόταν ευθύς εξ αρχής αντιληπτή η έννοια της «οικονομίας» και στον εκκλησιαστικό χώρο. Η οικονομία εμφανίζεται στους κανόνες όλων των συνόδων τόσο των οικουμενικών όσο και των τοπικών, ωστόσο, το πεδίο, επί του οποίου τύχαινε εφαρμογής κατά απολύτως ιδιαίτερο τρόπο, είναι εκείνο της τέλεσης των μυστηρίων και της αναγνώρισης της ισχύος τους, κυρίως, ως προς την ικανότητα από άποψη κανονικού δικαίου του λειτουργού του μυστηρίου. Εφόσον η οικονομία αποτελεί έννοια τόσο θεολογική όσο και νομική, δεν είναι απορίας άξιο το ότι υπήρξε αντικείμενο ρύθμισης από τη νομοθεσία του νεοελληνικού κράτους. Η τελευταία όμως περιορίστηκε στη θέσπιση διατάξεων διαδικαστικού χαρακτήρα, αφήνοντας τον προσδιορισμό του περιεχομένου της οικονομίας στη θεωρία του κανονικού δικαίου.
Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της δεύτερης ημέρας του συνεδρίου (Παρασκευή 9 Μαΐου) υπό την προεδρία του αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Κορναράκη, ο Χρήστος Καρακόλης Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ανέπτυξε το θέμα «Βιβλικό πνεύμα και Κανόνες της Εκκλησίας». Στην εισήγηση αυτήν εξετάστηκε κατ' αρχάς η τοποθέτηση του Χριστού απέναντι στις εντολές του μωσαϊκού νόμου σύμφωνα με τη μαρτυρία των συνοπτικών ευαγγελίων. Ο απ. Παύλος θέτει ως βάση της ηθικής διδασκαλίας του τον Δεκάλογο. Η χριστιανική ηθική της αγάπης, την οποία κηρύττει ο Παύλος, υπερβαίνει και καταργεί ουσιαστικά τη νομική ηθική. Η απελευθέρωση του ανθρώπου από την «κατάρα του νόμου» οφείλεται στο γεγονός του Χριστού.Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το πλέον «αντινομικό» κείμενο της Καινής Διαθήκης. Η κύρια εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του είναι το να πιστεύουν στον ίδιο και να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Η πίστη και η αγάπη καθιστούν περιττή κάθε επιμέρους ηθική διδασκαλία.Η εισήγηση ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση ορισμένων προβληματισμών σχετικά με τη γένεση και την ανάπτυξη των κανόνων. Στη συνέχεια ο π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Cambridge και Μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ανέπτυξε το θέμα «Δογματική θεολογία και Ιεροί Κανόνες». Σύμφωνα με τον εισηγητή οι κανόνες αποτελούν έκφραση και εφαρμογή του φόγματος στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι έγινε προσπάθεια να επισημανθούν ορισμένες θεμελιώδεις θεολογικές αρχές που διέπουν τους κανόνες της Εκκλησίας και αποτελούν κριτήριο για την επολογή, αναθεώρηση, συστηματοποίηση, ερμηνεία και θέσπιση κανόνων και κανονικών διατάξεων. Η συνεδρία ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Σταύρου Γιαγκάζογλου, Συμβούλου Α΄ ΥΠΑΙΘ, Διευθυντή του περιοδικού «Θεολογία» και Διδάσκοντος στο ΕΑΠ, πάνω στο θέμα «Ευχαριστιακή εκκλησιολογία και κανονική παράδοση». Στην εισήγησή αυτή παρουσιάστηκε το ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό υπόβαθρο της κανονικής παράδοσης. Οι κανόνες πηγάζουν από την ευχαριστιακή κοινότητα και θεσπίστηκαν από την Εκκλησία για τη διασφάλιση της ενότητας, της τάξης και της ειρήνης, αλλά και της εφαρμογής του ποιμαντικού της έργου στο πλαίσιο της άρρηκτης σχέσης μεταξύ ευχαριστίας, δόγματος και ήθους. Ακολούθως, διερευνήθηκε η διαφορετική κατανόηση της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας από τον π. Νικόλαο Αφανάσιεφ και τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ιδιαίτερα ως προς τη σχέση της με το Κανονικό Δίκαιο. Ακόμη, επισημάνθηκε ο πνευματολογικός παράγοντας ως προς τη συνοδική αποδοχή αλλά και ως προς την ποιμαντική και θεραπευτική εφαρμογή των κανόνων. Ωστόσο, το δικανικό πνεύμα και η αυτονόμησή των κανόνων από το πλαίσιο της ευχαριστιακής θεμελίωσης και λειτουργίας τους είναι δυνατό να οδηγεί συχνά στην εμφάνιση ποικίλων εντάσεων μεταξύ θεσμού και χαρίσματος ή ακόμη και σε φονταμενταλιστικές ακρότητες. Πέρα από ενδεχόμενες ιστορικές και όχι πάντοτε εκκλησιολογικές επιδράσεις και στοχεύσεις στη μορφολογία των κανόνων, η Εκκλησία μπορεί να προβαίνει στην ανανέωση της κανονικής παράδοσης είτε αλλάζοντας το ιστορικό και μορφολογικό περίβλημα των κανόνων είτε εφαρμόζοντας διακριτικά την αρχή της ακρίβειας και της οικονομίας. Είναι ανάγκη στις μέρες μας η ποιμαντική εφαρμογή των κανόνων και γενικότερα το Κανονικό Δίκαιο ως ιδιαίτερος επιστημονικός θεολογικός κλάδος να επανασυνδεθεί οργανικά με την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία.
Στη δεύτερη πρωινή συνεδρία υπο την προεδρία του Μητροπολίτη Νιγηρίας κ. Αλεξάνδρου, ο Θεόδωρος Γιάγκου, Πρόεδρος Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ., ανέπτυξε το θέμα «Αυθεντικό και νόθο στην Ορθόδοξη κανονική παράδοση». Η διαλεκτική ανάμεσα στο γνήσιο και το νόθο, σε αυτό που περιέχεται στο corpus των κανόνων και σε αυτό που εισάγεται μεταγενέστερα από τα θεσμικά όργανα της εκκλησίας και ενίοτε από ιδιωτική πρωτοβουλία και που μαρτυρείται και αναδεικνύεται σε πολλές κανονικές πηγές του 11ου και του 12ου αι., διατηρήθηκε στη χειρόγραφη παράδοση με εμφανή τάση καθιέρωσης της λεγομένης ψευδοκανονικής παράδοσης, σιωπηρά και κατά το πλείστον αδιαμαρτύρητα εις βάρος πολλές φορές του επίσημου corpus κανόνων. Ο αριθμός και μόνον των ποικίλων διασωθεισών χειρογράφων συλλογών επιμαρτυρεί την ευρύτητα της αποδοχής των κειμένων της ψευδοκανονικής παραδόσεως, που αποδίδεται σε υποτιθέμενους συγγραφείς, πρωτίστως στους πατριάρχες Ιωάννη Νηστευτή και Νικηφόρο Ομολογητή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παρήγετο και ενσωματώνετο στις κανονικές συλλογές ανεξέλεγκτα. Στη συνέχεια ο David Heith-Stade, Υπ. Δρ. του Πανεπιστημίου της Lund (Σουηδία), μίλησε για το θέμα «Υπάρχει "consensus canonum";», όπου εξετάστηκε η αναζήτηση ενός consensus canonum (δηλ. συμφωνία κανόνων). Διερευνήθηκε επίσης με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει θεωρητικά λόγος για συμφωνία των κανόνων, ενώ αξιοποιήθηκαν ιστορικά παραδείγματα προκειμένου να εξεταστεί τι ακριβώς εννοείται όταν γίνεται λόγος για το consensus canonum. Τελευταίος ομιλητής της συνεδρίας ήταν ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η ποιμαντική φύση των Ιερών Κανόνων». Η απάντηση στο ερώτημα περί της ποιμαντικής φύσεως των Ιερών Κανόνων προϋποθέτει την διευκρίνιση σχετικά με το πώς κατανοούμε την Ποιμαντική Θεολογία και κατά προέκταση τη σύγχρονη Ποιμαντική Πράξη. Προηγείται, δηλαδή, η διερεύνηση του σύγχρονου «επιστημολογικού προβλήματος» της Ποιμαντικής Θεολογίας. Το πρώτο μέρος του επιστημολογικού ποιμαντικού προβλήματος, και κατά προέκταση της αλλοιώσεως της ποιμαντικής φύσεως των Ιερών Κανόνων συμπυκνώνεται στην ανεπίγνωστη επικράτηση ενός νομικιστικού και ηθικιστικού τρόπου εφαρμογής των κανόνων στην ποιμαντική πράξη. Το δεύτερο μέρος χαρακτηρίζεται από τον εγκλωβισμό σε μια ακτιβιστική και ψυχολογικού προσανατολισμού Ποιμαντική, όπου οι Ιεροί Κανόνες αντιμετωπίζονται πλέον ως δευτερευούσης σημασίας ή, απλώς, δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού η ψυχολογική κατανόηση του υποκειμένου και η ανακούφισή του από τα προβλήματα του παρόντος βίου μοιάζει να αποκτά απόλυτη προτεραιότητα. Εξ επόψεως Ορθοδόξου το μέτρο και το ήθος που διασφαλίζουν την κατανόηση της ποιμαντικής φύσεως και της ορθής ποιμαντικής χρήσεως των Ιερών Κανόνων συνοψίζονται εξαιρετικά στον ΡΒ' Κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Πενθέκτης Συνόδου. Το ουσιαστικό ερώτημα αφορά στην ευθύνη μας να διατυπώσουμε και να διαμορφώσουμε εντός του πλαισίου των Θεολογικών Σπουδών μια Ορθόδοξη Ποιμαντική Θεολογία, που έχει επίγνωση των εκκλησιολογικών και δογματικών προδιαγραφών της.
Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία υπό την προεδρία της Teva Regule, πρώτος ομιλητής ήταν ο Michel Stavrou, Καθηγητής Ορθοδόξου Θεολογικού Ινστιτούτου Αγίου Σεργίου (Παρίσι), με θέμα «Κανόνες και βάπτισμα των ετεροδόξων». Σύμφωνα με τον εισηγητή, εάν το ζήτημα της αναγνώρισης του βαπτίσματος των ετεροδόξων από τη Ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά, αυτό οφείλεται στην εποχή των συγκρούσεων μεταξύ των Χριστιανών της Δύσης και της Ανατολής. Η παρούσα εισήγηση επιχειρήσε να παρουσιάσει τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο, εξετάζοντας τα ιστορικά, κανονικά και θεολογικά δεδομένα. Ο θεμελιώδης άξονας της κανονικής παράδοσης της Ορθοδοξίας που σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας, αποτελείται από τον 95ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλω Συνόδου του 692. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν έγινε πάντοτε δεκτός στο πέρασμα των αιώνων. Κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, η πολύ σοβαρή ένταση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το φαινόμενο των «ιεραποστόλων» - προσήλυτοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Τρανσυλβανία - οδήγησε στην απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 1755, η οποία επηρέασε στη συνέχεια μέσω του έργου του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, τη σύγχρονη αντίληψη της νεοελληνικής μυστηριακής θεολογίας. Πρόκειται για μια απόφαση η οποία αμφισβητείται στο πλαίσιο της οικουμενικής ορθοδοξίας και βρίσκεται σε διάσταση με την αρχαία παράδοση. Στο σημείο αυτό εκφράζεται η ελπίδα ότι ένας πανορθόδοξος προβληματισμός είναι απόλυτα αναγκαίος σχετικά με το ζήτημα της αναγνώρισης του βαπτίσματος των ετεροδόξων Χριστιανών, γεγονός που θα βοηθήσει στην επιστροφή της Ορθοδοξίας στο πνεύμα της μεγάλης πατερικής και βυζαντινής παράδοσης (για να δείτε το βίντεο της ομιλίας πατήστε εδώ). Ο π. Alexander Rentel, Επίκουρος Καθηγητής Κανονικού Δικαίου Ορθοδόξου Θεολογικού Σεμιναρίου Αγίου Βλαδιμήρου (Νέα Υόρκη) μίλησε με θέμα «Κανονικότητα και Εκκλησιακότητα των ετεροδόξων». Στην κανονική παράδοση, υπάρχουν διάφορες ομάδες εκτός Εκκλησίας των οποίων η κατάσταση, δεν τους επιτρέπει να χαρακτηριστούν ως Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο που η Εκκλησία είναι. Αυτές οι ομάδες είναι είτε μη χριστιανικές (ειδωλολάτρες), ή αλλιώς έχουν αποκοπεί από την ενότητα της Εκκλησίας (παρασυναγωγές ή σχισματικοί), ή έχουν επιλέξει μια άλλη πίστη (αιρετικοί). Οι κανόνες διατηρούν μια αυστηρή προσέγγιση απέναντι στην αρχή αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη προοπτική που υπάρχει στην ίδια κανονική παράδοση και αφορά στον τρόπο θεώρησης των ομάδων αυτών. Η προοπτική αυτή σκιαγραφεί διάφορες μεθόδους για την υποδοχή αυτών των ομάδων στην Εκκλησία όταν αυτές επιθυμούν την είσοδο σε αυτή. Κρατώντας αυτές τις μεθόδους υποδοχής, μαζί με τον άγραφο κανόνα που λέει ότι το Βάπτισμα αποτελεί τη μοναδική οδό εισόδου στην Εκκλησία, φαίνεται ότι αναγνωρίζεται σιωπηρά ότι αυτές οι ομάδες διατηρούν έναν βαθμό εκκλησιακότητας γεγονός που δεν καθιστά αναγκαίο το βάπτισμα. Επιπλέον, η κανονική και ευρύτερα πατερική παράδοση μαρτυρεί υπέρ της επιθυμίας διαλόγου με τους μη Ορθοδόξους, για την προσεκτική εξέταση της πίστης τους ενώ, όταν ενδείκνυται, ζητούν τη συμφιλίωση και την ενότητα μαζί τους. Τόσο η ακρίβεια όσο και η επιθυμία αυτή, αν και φαινομενικά φαίνονται ότι βρίσκονται σε αντίφαση, αναδύονται εξίσου από τη θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή της κανονικής παράδοσης, τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και μόνο παρέχει την κατανόηση και επιτρέπει την ορθή εφαρμογή της κανονικής παράδοσης. Στη συνέχεια αναγνώστηκε από τον Αρχ. Γρηγόριο Παπαθωμά το κείμενο με τίτλο «Συμπροσευχή και Οικουμενικός Διάλογος κατά τους Ιερούς Κανόνες», του Βλάσιου Φειδά, Ομ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Κοσμήτορα του Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Chambésy, Γενεύη, ο οποίος απουσίαζε από το συνέδριο. Στο κείμενο αυτό που έχει το χαρακτήρα γνωμάτευσης, εξετάστηκε το ζήτημα της συμπροσευχής στο διάλογο για την ενότητα των χριστιανών μέσα από την προσεκτική εξέταση της αληθούς έννοιας των ιερών κανόνων που διαλαμβάνουν με ζητήματα που αφορούν στη σχέση με τους ετεροδόξους χριστιανούς (λ.χ. με' Αποστολικός και λγ' Λαοδικείας), προχωρώντας στην εκκλησιαστική ερμηνεία επιμέρους σχετικών ιερών κανόνων, αναδεικνύοντας το καιρικόν και το επίκαιρόν τους.
Στην τελευταία συνεδρία της πρώτης μέρας του συνεδρίου υπο την προεδρία της κ. Μαρίας Τατάγιας Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ο Γεώργιος Γκαβαρδίνας, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ ανέπτυξε το θέμα «Κανόνες και νηστεία». Στη εισήγησή του ο ομιλητής υποστήριξε ότι η νηστεία ως θεσμός ίσχυσε στη αρχαία Ελλάδα, στην Αίγυπτο αλλά και σε διάφορους λαούς. Οι Εβραίοι σύμφωνα με τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου τηρούσαν διάφορες νηστείες. Ο χριστιανισμός παρέλαβε το πνεύμα της ιουδαϊκής νηστείας και το ενέταξε στο πνευματικό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τηρούνταν οι νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθώς και της Μ. Τεσσαρακοστής. Αυτές οι νηστείες, γνωστές και ως καθολικές νηστείες, διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο και τη διάρκεια από άλλες μεταγενέστερες νηστείες που εισήχθησαν σταδιακά, μέσω των Μοναστηριακών Τυπικών, στη ζωή της Εκκλησίας από τους εκπροσώπους του μοναχισμού, τις λεγόμενες ειδικές νηστείες. Οι ιεροί κανόνες διαλαμβάνουν κανονικές διατάξεις μόνον για τις καθολικές νηστείες. Αντιθέτως, με τις ειδικές νηστείες ασχολήθηκαν οι Ενδημούσες Σύνοδοι του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον ενδέκατο, κυρίως, αιώνα και εξέδωσαν σχετικές κανονικές αποφάσεις με τις οποίες ρύθμιζαν τη διάρκεια, την ισχύ και το κύρος των ειδικών νηστειών. Την έκδοση των αποφάσεων αυτών προκάλεσε η συχνή αμφισβήτηση των ειδικών νηστειών τόσο από μοναχούς, όσο και από κληρικούς και λαϊκούς. Οι αποφάσεις των συνόδων αυτών συνέβαλαν στην οριστική καθιέρωση των ειδικών νηστειών στη ζωή της Εκκλησίας. Ο επόμενος ομιλητής π. Αυγουστίνος Μπαϊρακτάρης, Επ. Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης και Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, μίλησε με θέμα «Κανόνες και περιβάλλον», όπου προσπάθησε να φανερώσει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ των Ιερών Κανόνων και του περιβάλλοντος. Στον όρο περιβάλλον συμπεριλήθφηκαν οι έννοιες της δημιουργίας γενικά και του ανθρώπου και της κτίσης ειδικότερα. Επιπλέον θεωρήθηκε χρήσιμο και σκόπιμο να γίνει αναφορά στο σύγχρονο φαινόμενο της οικολογικής κρίσης ως συνέπεια της μεταστροφής από την έννοια της διακονίας και της διαχείρισης του περιβάλλοντος στην έννοια της εκμετάλλευσης της δημιουργίας από τη μεριά του ανθρώπου με απώτερο σκοπό την ιδιοτελή και μονομερή του ανάπτυξη. Αυτή η μεταστροφή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας, η οποία προκαλεί την αυτονόμηση του ανθρώπινου προσώπου τόσο από το οικείο του περιβάλλον, όσο και από τη σχέση του με τον Θεό. Ποια και τι είδους σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ των κανόνων και της οικολογικής κρίσης, όπου η οικολογική κρίση προσλαμβάνεται ως συνέπεια της ανθρωπολογικής κρίσης; Στην προοπτική αυτή παρουσιάστηκαν σχετικοί κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στην ανθρώπινη πλεονεξία, που κινεί ουσιαστικά τη σύγχρονη και ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη εις βάρος των φυσικών πηγών κ.ά.
Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της δεύτερης μέρας του συνεδρίου (10 Μαΐου 2014), υπο την προεδρία του π. Alexander Rentel, ο πρώτος ομιλητής Νικόλαος Μαγγιώρος, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. ανέπτυξε το θέμα «Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και ετερότητας στους Κανόνες». Αφού προσδιόρισε το νόημα της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επεχείρησε να διευκρινήσει το χαρακτήρα των ιερών κανόνων σε σχέση με την θρησκευτική πολιτική της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτό οι ιεροί κανόνες αποτυπώνουν και τη σχέση του αυτοκράτορα προς την Εκκλησία. Τέλος έγινε αναφορά στη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών απέναντι στη νεωτερική κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας και το ρόλο της κανονικής παράδοσης της Εκκλησίας στο δημόσιο χώρο. Στη συνέχεια η εισήγηση της Δώρας Δημανοπούλου-Cohen, Ερευνήτριας στην École des Hautes Études en Sciences Sociales (Παρίσι), λόγω απουσίας της, αναγνώστηκε από την επιστημονική συνεργάτιδα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών κ. Αικατερίνη Πεκρίδου. Σύμφωνα με την εισηγήτρια αν και 'Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ΄Ελλην', κατά τον Παύλο, στην Προς Γαλάτας (Γαλ. 3, 28) επιστολή του, ωστόσο ο ενδέκατος κανόνας της πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου που συγκλήθηκε επτά περίπου αιώνες αργότερα (691) από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β όριζε ότι: Μηδεὶς τῶν ἐν ἱερατικῷ καταλεγομένων τάγματι, ἢ λαϊκός, τὰ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἄζυμα ἐσθιέτω, ἢ τούτοις προσοικειούσθω, ἢ ἐν νόσοις προσκαλείσθω, καὶ ἰατρείας παρ'αὐτῶν λαμβανέτω, ἢ ἐν βαλανείοις τούτοις παντελῶς συλλουέσθω· εἰ δέ τις τοῦτο πράξαι ἐπιχειροίη, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω. Σε τί οφείλεται η αλλαγή αυτή στην αντιμετώπιση των Εβραίων από την Εκκλησία, ώστε ο κανόνας αυτός να απαγορεύει ακόμη και την λήψη ιατρικής φροντίδας και βοήθειας από Εβραίο; Αντικατοπτρίζει ο κανόνας αυτός την ποιμαντική βούληση της Eκκλησίας ή την ανάγκη περισσότερο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού να καταπολεμήσει τα αναζωπυρωθέντα ιουδαϊκά και εθνικά ήθη και έθιμα και τις εμφανισθείσες εκκλησιολογικές διαφοροποιήσεις των κατά τόπους Εκκλησιών που απειλούσαν την ενότητα της αυτοκρατορίας; Στην παρούσα μελέτη, έγινε μια απόπειρα να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, λαμβάνοντας υπόψη μας τον 8ο κανόνα της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έδινε το δικαίωμα στους εβραϊκούς πληθυσμούς φανερῶς να εἶναι κατὰ τὴν ἑαυτῶν θρησκείαν. Η συνεδρία αυτή ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Rastko Jovic, Δρ. Θ., συνεργάτη του Παιδαγωγικού και Κατηχητικού Ινστιτούτου του Βελιγραδίου (Σερβία), ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Εκκλησιολογικές και κανονικές συνεπαγωγές από την τέλεση μεικτών και ανόμοιων γάμων». Οι δι-εκκλησιαστικοί και δια-θρησκευτικοί γάμοι αποτελούν πρόκληση για την θεολογία και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Θα ήταν ίσως καλύτερα να αποφευχθεί η συζήτηση για το θέμα αυτό, γιατί πρόκειται για ένα ζήτημα οδυνηρό. Στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο οι Χριστιανοί έρχονται σε επαφή με ζωντανούς ανθρώπους που έχουν προχωρήσει σε μεικτούς γάμους. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να προσεγγιστεί το θέμα αυτό, προκειμένου να βρεθούν διάφοροι τρόποι επίλυσής του, έτσι ώστε η ζωή να συνεχίσει να κυλάει ομαλά. Οι κανόνες της Εκκλησίας γεννήθηκαν σε μια εποχή όπου η η ίδια Εκκλησία ταυτίστηκε με την ιστορία, και η Αυτοκρατορία με τη Βασίλεια του Θεού. Ο σκοπός τους ήταν να ενδυναμώσουν το ιστορικό οικοδόμημα της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κάθε άλλος αποτελούσε μια απειλή για την ιστορική ύπαρξη της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, η εσχατολογία προσφέρει μια διαφορετική προοπτική ώστε να ιδωθεί ολάκερος ο κόσμος ως Εκκλησία «εν τω γίγνεσθαι». Οι μεικτοί γάμοι θέτουν αμείλικτα ερωτήματα, όπως λ.χ. πώς κατανοούμε τον εαυτό μας; ή πώς κατανοούμε τους άλλους; Η χριστιανική παράδοση βρίσκεται πλέον ενώπιον προκλήσεων που προέρχονται από νέα γεγονότα και πραγματικότητες, όπου η αντιμετώπισή τους απαιτεί θάρρος.
Στη δεύτερη πρωινή συνεδρία προήδρευσε ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας. Ο πρώτος ομιλητής Radu Preda, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Babes-Boyai (Ρουμανία), Διευθυντής του Ρουμανικού Ινστιτούτου Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER, Cluj-Napoca) ανέπτυξε το θέμα «Νομικό πνεύμα και κανονική παράδοση: από το ήθος της ελευθερίας στην ηθική του φόβου και του νόμου», όπου επικρίθηκε ο δικανικός-νομικός χαρακτήρας των κανονικών διατάξεων, στο βαθμό που μια τέτοια κατανόηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς το ευαγγελικό πνεύμα της αγάπης και ελευθερίας το οποίο θεωρείται και το πλέον κατάλληλο πρίσμα προκειμένου λ.χ. να υπερβαθούν οι κάθε είδους φυσικοί προκαθορισμοί στην θεώρηση του ανθρώπου. Επίσης τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι η κανονική παράδοση πηγάζει από την απελευθερωτική αγάπη του ευαγγελίου και οφείλει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πνεύμα του Χριστού, προσφέροντας στον άνθρωπο μια αίσθηση ελευθερίας.
Ο Κωνσταντίνος Κορναράκης Αν. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, μίλησε με θέμα «Κανόνες και Ηθική». Θεμελιώδες κριτήριο για να κατανοηθούν οι θεολογικές αφετηρίες του κανονικού έργου της Εκκλησίας είναι το πρόσωπο και οι υπαρξιακές του ανάγκες. Η Εκκλησία δια μέσου των Κανόνων της προβάλλει και ερμηνεύει με πρακτικό τρόπο, προς όφελος του ανθρώπου, τη σημασία του λόγου του Ευαγγελίου για τη σωτηρία του και αντλεί από την ιστορική αλλά και εσχατολογική δυναμική του Ευαγγελίου τα κριτήρια διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στον λόγο αυτό. Υπό την έννοια αυτή, τα αυθεντικά θεμέλια του κανονικού δικαίου δεν έγκεινται στη δικανική θεώρηση της αμαρτίας (παράπτωμα-ποινή), αλλά στην προβολή της δυσλειτουργίας του πνευματικού βίου του ανθρώπου. Επομένως η Εκκλησία, δια μέσου των κανόνων της, δεν χειραγωγεί το ήθος του ανθρώπου αλλά τον βοηθά να κατανοήσει την απομάκρυνσή του από τον ευαγγελικό λόγο και του προτείνει θεραπευτικά μέσα για να διαπαιδαγωγηθεί στην ελευθερία του Πνεύματος.
Στη συνέχεια η Teva Regule, Master Θεολογίας, Εκδότρια του Ορθοδόξου γυναικείου περιοδικού St. Nina Quarterly, διδάσκουσα στο Boston College (Βοστώνη) ανέπτυξε το θέμα «Γυναίκες και εκκλησιαστικοί κανόνες: μια δύσκολη σχέση», όπου υποστηρίχθηκε ότι η σχέση μεταξύ των γυναικών και των κανόνων της Εκκλησίας υπήρξε συχνά πολύ δύσκολη. Αν και οι κανόνες που ασχολούνται ειδικά με τη ζωή των γυναικών, διαμορφώθηκαν πριν από αιώνες, πολλοί εξακολουθούν από συνήθεια να χρησιμοποιούνται ακόμη για τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής ζωής των γυναικών στις μέρες μας, συχνά μάλιστα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκαν. Η παρούσα εισήγηση διερεύνησε τη σχέση αυτή, με έμφαση κυρίως στους κανόνες και τα υπομνήματα που μιλούν για την «ακαθαρσία» των γυναικών, καθώς επίσης και σε κάποιες από τις λειτουργικές πρακτικές που σχετίζονται με αυτήν την κατανόηση της βιολογικής λειτουργίας των γυναικών, και σε μερικές ποιμαντικές συνέπειες αυτών των πρακτικών για τη ζωή των γυναικών και της Εκκλησίας σήμερα.
Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία υπό την προεδρία του Καθηγητή Ιωάννη Κονιδάρη, η Μοναχή Vassa Larin, Δρ. Θ., Ινστιτούτο Ιστορικής Θεολογίας, Πανεπιστήμιο Βιέννης (Αυστρία) μίλησε με θέμα «Οι Κανόνες της Εκκλησίας στη θεωρία και την πράξη», όπου συζητήθηκε το προβληματικό status των «κανόνων» στην Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα. Οι κανόνες θεωρούνται σήμερα ως διαχρονικά ιδεώδη, και όχι ως μάρτυρες σε διάφορα ανθρώπινα προβλήματα από συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας της Εκκλησίας. Έτσι και η κατά κάποιο τρόπο ανιστορική λογική του Ορθοδόξου Κανονικού Δικαίου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δεν δίνει μονάχα την αφορμή για την απόρριψη απλά των «κανόνων», που δεν είναι πλέον κανόνες με τη κατάλληλη έννοια του όρου. Την ίδια στιγμή αποθαρρύνει επίσης αποτελεσματικά και οποιαδήποτε κριτική σκέψη σχετικά με το περιεχόμενο ορισμένων ξεκάθαρα προβληματικών «κανόνων». Υπάρχει επομένως ανάγκη να επανεξεταστεί η παράδοση αυτή που θεωρεί τους κανόνες ως «ιερούς, «θείους» ή αμετάβλητους, και αυτό θα πρέπει να γίνει, σύμφωνα με το πνεύμα της παραδοσιακής ελευθερίας της Εκκλησίας στο πλαίσιο της δικής της νομοθεσίας. Επίσης φαίνεται ότι υπάρχει και μια επείγουσα ανάγκη για μια συστηματική «ιεράρχηση των κανόνων» που θα διακρίνει εκείνους που έχουν διαχρονική σημασία από εκείνους που δεν έχουν. Αλλά, όπως έχει σήμερα η κατάσταση, το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο δεν διαθέτει κάποιο τέτοιο σύστημα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική σύγχυση σχετικά με τη «δεσμευτική» φύση και την «καθολική ισχύ» των κανόνων. Στη συνέχεια ο π. Patriciu Vlaicu, Αν. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Babes-Bolyai, Cluj-Napoca (Ρουμανία), Μέλος της Αντιπροσωπείας της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ανέπτυξε το θέμα «Σύγχρονη προσέγγιση της εφαρμογής των Ιερών Κανόνων στα θέματα αυτοκεφαλίας και "διασποράς"». Η ομιλία του χωρίστηκε σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος προσφέρθηκε μια επισκόπηση των διαφόρων τρόπων με τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέπτυξε την αυτοκεφαλία. Υπογραμμίστηκε ότι, με την ανάπτυξη των πολιτικών συμφερόντων σε μια ευρύτερη της επαρχίας περιοχή, άρχισε να διαμορφώνεται επίσης και μια εύρυτερη της μητρόπολης οργαντωτική δομή, η οποία ενεπλάκη nolens volens σε πολιτικά παιχνίδια. Ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται η αυτοκεφαλία σήμερα, την καθιστά ένα από τα πλέον αδύνατα σημεία της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος ο κανονικός θεσμός της αυτοκεφαλίας, αλλά μάλλον η παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων στη ζωή της Εκκλησίας, η οποία συχνά οδηγεί στον εγωισμό και τον Ορθόδοξο κουλτουραλισμό.Το δεύτερο μέρος έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δείχνουν ότι, μαζί με την κανονικότητα της τοπικής δικαιοδοσίας, που υποστηρίζεται επίσης από τον 8ο κανόνα της Α' Οικουμενικής Συνόδου, υπάρχει επίσης και ειδική φροντίδα για τη δικαιοδοσία απέναντι στις πολιτιστικές κοινοτήτες οι οποίες εμφανίζουν κάποια αυτοσυγκράτηση απέναντι στην ενσωμάτωσή τους. Τονίζοντας την αξία της μίας και μοναδικής επισκοπής σε μια επαρχία, η μελέτη έδειξε ότι η Εκκλησία ποτέ δεν επεδίωξε να δημιουργήσει μια διπλή τοπική δικαιοδοσία με τη βοήθεια κάποιου άτυπου οργάνου, σε σχέση προς τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες, έως ότου οι συγκεκριμένες κοινότητες ενσωματωθούν πλήρως στην κανονική δομή.
Ο Δημήτριος Νικολακάκης, Επ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. μίλησε με θέμα «Προβλήματα από την εθνοφυλετική διαχείριση της ορθόδοξης "διασποράς"». Με τον όρο (Ορθόδοξη) Διασπορά εννοούμε τους ορθοδόξους εκείνους χριστιανούς που διαβιούν έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πρόκειται κυρίως για τους ορθοδόξους της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, της Αυστραλίας, της Δυτικής Ευρώπης κ.λπ. Οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονται από κράτη στα οποία κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα και για οικονομικούς λόγους μετανάστευσαν στις εν λόγω περιοχές, κυρίως κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Οι διαφορές ως προς την καταγωγή, το κράτος προέλευσης και κυρίως τη γλώσσα, η ανασφάλεια, τα έντονα αισθήματα νοσταλγίας και διατήρησης στενών δεσμών με τη μητέρα πατρίδα που διακατείχαν τους νέους μετανάστες και πρωτίστως η σταδιακή διείσδυση της ιδεολογίας του εθνοφυλετισμού στον εκκλησιαστικό χώρο, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την ενιαία κατά τόπους διαποίμανσή τους. Έτσι, από πολύ νωρίς παρατηρήθηκε το φαινόμενο της ύπαρξης παράλληλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών επί μιας και της αυτής περιφέρειας. Πιο συγκεκριμένα, οι επιμέρους ομάδες των ορθοδόξων οργανώνονταν εκκλησιαστικά με βάση το κριτήριο της εθνικής προέλευσης, γεγονός που είχε ως συνέπεια στην ίδια εκκλησιαστική περιφέρεια σε άλλον επίσκοπο να υπάγονται οι εξ Ελλάδος προερχόμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί, σε άλλον οι εκ Ρωσίας, σε άλλον οι προερχόμενοι από τα Πατριαρχεία της Ανατολής αραβόφωνοι ορθόδοξοι κ.ο.κ. Η κατάσταση αυτή, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, δημιούργησε το λεγόμενο πρόβλημα της Διασποράς, καθώς σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας κάθε εκκλησιαστική επαρχία οφείλει να έχει έναν επίσκοπο και μόνον, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για το σύνολο των πιστών της επισκοπής του ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή.
Στην τελευταία συνεδρία της ημέρας υπό την προεδρία αρχικά του Καθηγητή Θεόδωρου Γιάγκου και στη συνέχεια του Νικόλαου Ασπρούλη, επιστημονικού συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος Πρόεδρος Τμήματος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών μίλησε με θέμα «Εκκλησιολογική Θεώρηση των Ιερών Κανόνων». Στην εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στον εκκλησιολογικό χαρακτήρα των ιερών κανόνων και τη στενή και απαράβατη διασύνδεση του δόγματος προς την κανονική παράδοση (κατά το πρότυπο λ.χ. του 34ου κανόνα των Αποστόλων). Στο βαθμό που οι κανόνες περιγράφουν τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δομών θα ήταν λάθος κάθε είδους διαχωρισμός τους από τη δογματική θεολογία της Εκκλησίας. Οι κανόνες δεν αποτελούν κάποιο αυτάρκες δικανικό υποκείμενο, αλλά εντάσσονται αναπόσπαστα στην εκκλησιαστική ζωή, που διευκολύνουν την διαποίμανση του λαού του Θεού. Εξάλλου η ευχαριστιοκεντρική ταυτότητα της Εκκλησίας επικυρώνει και αναδεικνύει τον ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό χαρακτήρα των ιερών κανόνων, δείχνοντας επίσης και στη σημασία του επισκοπικού θεσμού για την πιστή τήρηση της κανονικής τάξεως. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε με την διευκρίνηση για τον τρόπο που κατανοείται η έννοια της Ορθοδοξίας και της αίρεσης στο πλαίσιο των ιερών κανόνων. Στη συνέχεια ο Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου Δρ. Θ., Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη», Διδάσκων στο ΕΑΠ, ανέπτυξε το θέμα «Αντίσταση, λαϊκή εξέγερση, επανάσταση: ερωτήματα για την κανονική παράδοση». Σύμφωνα με τον ομιλητή λιγοστοί ιεροί κανόνες αφορούν το ζήτημα της πολιτικής αντίστασης και εξέγερσης. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι οι εν λόγω κανόνες καταδικάζουν τέτοιες κινήσεις. Αν όμως τα κείμενα αυτά εξεταστούν μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, θα διαπιστωθεί ότι στη βυζαντινή πραγματικότητα (η οποία πάσχιζε να συνθέσει τα ευαγγελικά προτάγματα με τη ρωμαϊκή δημοκρατική παράδοση και με μια μοναρχία που χρειαζόταν θεϊκή επικύρωση) υπήρχαν αρκετές προϋποθέσεις ώστε να μην κατασταλεί και να μην αναθεματιστεί η έννοια της εξέγερσης και της επανάστασης. Η δυνατότητα πολιτικής ανατροπής αποτελούσε ένα είδος «συνταγματικής» αρχής, την οποία διαφύλαξε και η εκκλησιαστική ηγεσία, παρά την όποια διαπλοκή της με την αυτοκρατορική εξουσία. Αντίθετα με την διάχυτη σήμερα πεποίθηση ότι η έννοια της εξέγερσης δεν έχει ερείσματα στην Ορθόδοξη παράδοση (ή ότι κατά κάποιον τρόπο έχει μόνον όσον αφορά εθνικά ζητήματα), η μελέτη των κανονικών κειμένων μαζί με τον ιστορικό καμβά τους, δείχνει ότι την παράδοση την διατρέχει μια αξιοσημείωτη δυναμική, η οποία (αντίθετα προς πλήθος άλλων ρευμάτων αυταρχισμού) ευνοεί την ανάδυση του ανθρωπίνου υποκειμένου, τονίζει την πολιτική ευθύνη του μέσα στην ιστορία για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και, εν τέλει, διευκρινίζει ότι Παύλειες ρήσεις περί προελεύσεως πάσας εξουσίας εκ Θεού δεν σημαίνουν άκριτη νομιμοποίηση κάθε εξουσίας.
Την Κυριακή 11 Μαΐου, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Νιγηρίας κ. Αλεξάνδρου και των συγχοροστατούντων Αρχιερέων, Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Ιλιού κ. Αθηναγόρα και Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου, αλλά και με τη συμμετοχή των συνέδρων, έλαβε χώρα η καταληκτική συνεδρία υπό την προεδρία του Αθανάσιου Παπαθανασίου. Ο Ιωάννης Κονιδάρης, Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα «Κανόνες και πολιτειακή έννομη τάξη». Η εισήγηση επιχείρησε να απαντήσει σε σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την ευρύτερη προβληματική του θέματός της. Ποιοί είναι οι Κανόνες της Εκκλησίας σήμερα. Ποιά η ισχύς τους και ποιά η δυνατότητα μεταβολής τους και τα περιθώρια ερμηνείας τους. Τι θα προσέφερε η Κωδικοποίησή τους. Ποιά η θέση της Πολιτείας και ιδιαίτερα της νομολογίας των πολιτειακών δικαστηρίων απέναντι στους Ι. Κανόνες, αλλά και στο σύνολο των νεότερων κανονιστιστών διατάξεων που ρυθμίζουν τη ζωή και τη διοίκηση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως ν.π.δ.δ.. Το τίμημα. Ποιοι κανόνες τελικώς ισχύουν και αναγνωρίζονται ως συνταγματικώς κατοχυρωμένοι. Η διαχρονική διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας. Προσπάθειες εναρμονίσεως νόμων της Πολιτείας και κανόνων της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου