Φέραμε την αγρύπνια μας ως το ξημέρωμα.
Με συντριβή και χωρίς παραιτήσεις.
Άσκεπο το πρωί κι η μέρα αναποφάσιστη.
Χωρίς χρώμα και χειροκρότημα.
Κανένας έπαινος κι ασπασμός.
Ούτε καν μια βλαστήμια.
Έσκυβε πάλι η ζωή υπομονετικά σ’ επιταγές και νουθεσίες.
Μικρό φορτίο η συνήθεια, θρίαμβος η υπακοή
και μεγαλείο η συνέχεια και η ομοιομορφία.
Μα αυτή, βιασύνη αβόλευτη κι αστέγαστη φυγή,
δραπέτευσε από ανακωχές κι εκεχειρίες.
Την είδα να στέκεται ερώτημα και προτροπή
στην άκρη του αταξίδευτου ουρανού,
μπροστά από τα όνειρα και τους ανθρώπους,
βέβαιη για το μακρύ και ασχεδίαστο ταξίδι,
μύχια ευχή, χωρίς απαντοχές κι επιστροφή,
ίδια η άβυσσος, ο φόβος και η οργή.
Τους θεούς τους είχε σκοτώσει αποβραδίς.
Τους ειδήμονες και τους προστάτες
τους είχε αφήσει αδικαίωτους στην πρώτη σιωπή
και μένα, ένοχα κι επώδυνα να ισορροπώ
στους δισταγμούς και τις αντιφάσεις.
Μ’ ατίθαση ματιά γρίκαε το μερτικό της
πίσω από το μούχρωμα της ήσυχης ημέρας,
συνείδηση καθαρή και μνήμη από το μέλλον.
Ξημέρωνε μ’ ένα επινίκιο σάλπισμα
πάνω από τ’απροσανατόλιστα σταυροδρόμια,
στις κλειστές γωνιές και τους λαχανιασμένους δρόμους,
κόκκινη αντηλιά στον ίσκιο της
και ρωγμή βαθιά στη σιγουριά μου.
Την είδα σειρήνα του χαμού, του λυτρωμού γητεύτρα,
λεύτερη να μετρά με ουρανό τον κόσμο
κι εγώ αφτέρουγος από τη γη να ικετεύω
νωρίτερα από τ’ όνειρο στο γέρμα να μην φτάσει.
του Γιώργου Αλεξανδρή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου