Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
Μακαριώτατε και λίαν αγαπητέ εν Κυρίω αδελφέ και συλλειτουργέ κύριε Κύριλλε, Πατριάρχα Μόσχας και πάσης Ρωσσίας, μετά της τιμίας συνοδείας Υμών,
Εν χαρά μεγάλη, αγάπη βαθεία και τιμή πολλή υποδεχόμεθα Υμάς σήμερον εις τας αυλάς της Εκκλησίας εκείνης, εκ της οποίας εξεπέμφθη το ανέσπερον φως της αγίας και αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως προς τον ευγενή και ευλογημένον υπό του Κυρίου Ρωσσικόν λαόν, τον οποίον, ατενίζοντες την στιγμήν ταύτην εν τω τιμίω προσώπω της Υμετέρας Μακαριότητος, χαιρετίζομεν και ασπαζόμεθα εγκαρδίως, δεόμενοι του Κυρίου όπως επευλογή αυτόν δια της χάριτος Αυτού, στηρίζων αυτόν «εν τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδα 3), και αυξάνων τον ον ούτος έλαβεν εντεύθεν σπόρον του Ευαγγελίου.
Η πρώτη αύτη και επίσημος επίσκεψις της Υμετέρας Μακαριότητος, υπό την Πατριαρχικήν αυτής ιδιότητα, εις την έδραν του Οικουμενικού τούτου Θρόνου είναι πλήρης ιερού συμβολισμού και εκκλησιολογικής σημασίας. Διότι δι αυτής δηλούται κατά τρόπον εναργή τούτο μεν ο ακατάλυτος δεσμός των δύο Εκκλησιών ημών, τούτο δε η κατά την κρατούσαν ιεράν και απαράβατον κανονικήν τάξιν ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δικαίως, όθεν, εγγράφει εις τας δέλτους της ιστορίας αυτού το καθ΄ ημάς Οικουμενικόν Πατριαρχείον την επίσκεψιν Υμών ταύτην ως άξιον ιδιαιτέρας μνείας γεγονός, και αναπέμπει δόξαν τω Δομήτορι της Εκκλησίας, διότι εχαρίσατο ημίν την δωρεάν και ευλογίαν ταύτην.
Η από κοινού τέλεσις της Θείας Ευχαριστίας σήμερον, Μακαριώτατε αδελφέ, συνιστά την υψίστην έκφρασιν της ενότητος ημών. Διότι, ως γνωρίζομεν, και ως διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών από του ιερομάρτυρος αγίου Ιγνατίου, Επισκόπου Αντιοχείας, μέχρι και Συμεών του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και Νικολάου του Καβάσιλα, η Εκκλησία πραγματούται και φανερούται ως σώμα Χριστού κυρίως και κατ εξοχήν εν τη Θεία Ευχαριστία. Ως προσφυώς παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μεταξύ Εκκλησίας και Θείας Ευχαριστίας δεν υφίσταται «αναλογία ομοιότητος», αλλά «πράγματος ταυτότης». Διό και επάγεται ότι «την του Χριστού Εκκλησίαν, ει τις ιδείν δυνηθείη... ουδέν έτερον η αυτό μόνον το Κυριακόν όψεται σώμα». Τελέσαντες, ουν, από κοινού προ ολίγου την Θείαν Λειτουργίαν εφανερώσαμεν εν χρόνω και τόπω αυτήν ταύτην την Εκκλησίαν του Χριστού, και κοινωνήσαντες του ενός Άρτου και του αυτού Ποτηρίου ηνώθημεν αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν.
Την ενότητα ημών ταύτην, την εν τω κοινώ Ποτηρίω κτηθείσαν, ουδείς δύναται να άρη αφ ημών. «Θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα», ίνα κατά τον θείον Απόστολον είπωμεν (Ρωμ. 8, 35), η άλλη τις δύναμις η μεθόδευσις του Αντικειμένου, εις ουδέν ισχύουν έναντι της εν τω Σώματι του Χριστού ενότητος ημών. Σκιαί τινες και νεφύδρια κατά καιρούς καλύπτοντα τας προς αλλήλους σχέσεις των αδελφών ημών Εκκλησιών προσωρινόν μόνον χαρακτήρα κέκτηνται, και εν τη αγάπη του Χριστού «θάττον παρέρχονται», κατά την ρήσιν του αγίου προκατόχου ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εις ημάς, άλλωστε, τους την ευθύνην και διακονίαν της ηγεσίας των Εκκλησιών ημών εμπεπιστευμένους, ανήκει το χρέος της εξευρέσεως των λύσεων των εκάστοτε αναφυομένων προβλημάτων εν πνεύματι ειρήνης και αγάπης, επί τω τέλει της διασφαλίσεως της ενότητος της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Νωπόν εισέτι δείγμα της τοιαύτης ισχυράς βουλήσεως των Εκκλησιών ημών, όπως διασφαλισθή παντί τρόπω η ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπάρχει η εν θαυμαστή ομοφωνία λήξασα προσφάτως Δ' Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, η εν τω ημετέρω Πατριαρχικώ Κέντρω εν Chambésy της Γενεύης συνελθούσα, ήτις έλαβε σημαντικάς αποφάσεις δια την επίλυσιν του θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς, και ήρε δια του τρόπου τούτου εν εκ των πλέον σοβαρών εμποδίων εν τη πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών προς την πραγμάτωσιν της πανορθοδόξως αποφασισθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αυτής. Δραττόμεθα της ευκαιρίας, ίνα και κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν εκφράσωμεν την ικανοποίησιν και τας ευχαριστίας ημών δια την επιδειχθείσαν κατά την εν λόγω Διάσκεψιν εποικοδομητικήν συνεργασίαν της Αντιπροσωπείας της Υμετέρας Εκκλησίας, ήτις από κοινού μετά των άλλων Αντιπροσωπειών των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών συνετέλεσεν εις την επιτυχίαν της Διασκέψεως ταύτης. Ευελπιστούμεν ότι παρόμοιον πνεύμα αγαστής συνεργασίας θέλει πνεύσει και κατά την συγκληθείσαν δια τον προσεχή Δεκέμβριον Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν προς προετοιμασίαν και των υπολοίπων θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, την οποίαν ο κόσμος, ο τε εντός και ο εκτός της Ορθοδοξίας, αναμένει εναγωνίως.
Όντως, Μακαριώτατε Άγιε Αδελφέ, οι πάντες έχουν τα βλέμματα αυτών εστραμμένα προς ημάς, και προσδοκούν να οδηγήσωμεν αυτούς δια του λόγου, αλλά κυρίως και του παραδείγματος ημών, εις την τόσον αναγκαίαν σήμερον οδόν της καταλλαγής και της αγάπης. Δια τούτο και προέχει η παντί τρόπω επίδειξις υφ ημών ακλονήτου διαθέσεως προς προαγωγήν πρώτιστα πάντων της πανορθοδόξου ημών ενότητος. Έχομεν ήδη την κοινήν ημών πίστιν, την υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων διατυπωθείσαν και διακηρυχθείσαν. Έχομεν την κοινήν λατρείαν, ως αύτη διεμορφώθη εν τη Πόλει ταύτη και μετεφυτεύθη εις τας λοιπάς Ορθοδόξους Εκκλησίας. Έχομεν και την αυτήν κανονικήν τάξιν, κατά την υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων αμετακλήτως καθορισθείσαν σειράν και διάρθρωσιν. Επί των βάσεων τούτων ερείδεται η ενότης ημών. Η κατά Πατριαρχεία και Αυτοκεφάλους Εκκλησίας διάρθρωσις της Εκκλησίας ημών κατ ουδένα τρόπον υποδηλοί ότι αποτελούμεν Εκκλησίας και όχι Εκκλησίαν. Δεν διαθέτει βεβαίως η Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτείον εξουσίας, αλλά και δεν στερείται συντονιστικού οργάνου, μη επιβάλλοντος αλλ εκφράζοντος την ομοφωνίαν των κατά τόπους Εκκλησιών ημών. Την διακονίαν ταύτην από μακραίωνος και ιεράς παραδόσεως ταπεινώς ασκεί ο μαρτυρικός ούτος Θρόνος εν απολύτω πιστότητι προς τας επιταγάς της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας.
Αλλ η ενότης της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπόν. Κατά τους λόγους του Κυρίου ολίγον προ του Πάθους Αυτού, η κατά το πρότυπον της Αγίας Τριάδος ενότης των μαθητών Του έχει ως σκοπόν «ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ με απέστειλας» (Ιωάν. 17, 21). Η Εκκλησία, ούσα «καθολική», εκτείνεται μεταφέρουσα την αγάπην του Θεού προς πάντας ανθρώπους και προς αυτήν την υλικήν δημιουργίαν. Υπάρχομεν ως Εκκλησία ουχί δι εαυτούς, αλλά δια τον άνθρωπον και την κτίσιν. Προσφέρομεν την Θείαν Ευχαριστίαν «υπέρ της οικουμένης» και υπέρ όλης της κτίσεως. Δεν δυνάμεθα, συνεπώς, αυταρέσκως και φιλαρέσκως να αδιαφορώμεν δια τους εκτός των τειχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκομένους, ικανοποιούμενοι και καυχώμενοι ότι ημείς «εύρομεν την αλήθειαν».
Δια τούτο χαίρομεν, προσφιλέστατε εν Κυρίω αδελφέ, ότι και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, παρά τας τυχόν επιφυλάξεις η και αντιρρήσεις κύκλων τινών εντός αυτής, συμμετέχει πλήρως εις τους πανορθοδόξως εγκεκριμένους θεολογικούς διαλόγους μετά των μη Ορθοδόξων Χριστιανών, και συμβάλλει από μακρού χρόνου εις την προώθησιν της χριστιανικής ενότητος. Υπάρχουν βεβαίως δυσκολίαι, και ουχί σπανίως απογοητεύσεις. Η Υμετέρα Μακαριότης, έχουσα μακράν πείραν εις τον τομέα τούτον, γνωρίζει πόσον δύσκολος και τραχύς είναι ο δρόμος ούτος. Αλλ είναι δρόμος, τον οποίον κατ εντολήν του Κυρίου οφείλομεν να διανύσωμεν, έστω και οδυνόμενοι η και ψυχικώς αιμάσσοντες, παραμένοντες πάντοτε πιστοί εις την ην παρελάβομεν αλήθειαν, «άχρις ου καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως» (Εφ. 4, 13).
Πέραν τούτου, υψούνται ενώπιον ημών τα φλέγοντα και κατεπείγοντα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου, τα οποία συνεσώρευσεν η ροπή αυτού προς την φιλαυτίαν, την φιληδονίαν και τον ευδαιμονισμόν, άτινα ατυχώς προβάλλει, καλλιεργεί και προάγει και ο σύγχρονος πολιτισμός. Τα προβλήματα αυτά ογκούνται καθ ημέραν εις τας συγχρόνους κοινωνίας, και ένεκα των υφισταμένων τάσεων της καλουμένης παγκοσμιοποιήσεως τείνουν να λάβουν οικουμενικόν χαρακτήρα. Η λατρεία του μαμωνά, η οποία ωδήγησεν εις την παρούσαν οικονομικήν κρίσιν, η άδικος κατανομή του πλούτου, η οποία διευρύνει το χάσμα και οξύνει τας αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, οι πόλεμοι και αι συρράξεις, αι οποίαι, συνεπικουρούμεναι από την καταπίεσιν των αδυνάτων υπό των ισχυρών, οδηγούν πλήθη ανθρώπων εις την περιπέτειαν της αναζητήσεως καλλιτέρας τύχης μακράν της πατρώας γης των, η αύξησις της εγκληματικότητος και πάσης μορφής ηθικών εκτροπών και παραβάσεων, πάντα ταύτα έχουν βαθείας πνευματικάς ρίζας, και καθιστούν την Εκκλησίαν του Χριστού υποχρεωμένην να αρθρώση λόγον και να συμβάλη δια των εις την διάθεσιν αυτής πνευματικών μέσων εις την καλλιέργειαν ηθικής ευαισθησίας εις τας συγχρόνους κοινωνίας. Η Υμετέρα Μακαριότης έχει ιδιαιτέρως επιδείξει ευαισθησίαν εις τα θέματα αυτά, και έχει αποδείξει το έντονον αυτής ενδιαφέρον.
Αλλά και η ημετέρα Εκκλησία, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, επιδεικνύει ανάλογον ευαισθησίαν εις την αντιμετώπισιν των προβλημάτων του συγχρόνου ανθρώπου, ως είναι η απειλούσα τον πλανήτην και τον άνθρωπον οικολογική κρίσις, εν τη προσπαθεία να αναδείξη τα βαθύτερα, πνευματικά και ηθικά αίτια της κρίσεως ταύτης και να διαγείρη τας συνειδήσεως των ανθρώπων, και μάλιστα των πιστών, ως προς την σοβαρότητα της κρίσεως και την ανάγκην λήψεως μέτρων προς αντιμετώπισιν αυτής. Ωσαύτως, εν συναισθήσει της σοβαρότητος των προβλημάτων και εν επιγνώσει του χρέους της Εκκλησίας έναντι αυτών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλίαν όπως συσταθή Διορθόδοξος Επιτροπή Βιοηθικής, εις την οποίαν προφρόνως συμμετέχει και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας δι ορισθείσης προς τούτο αντιπροσωπείας.
Μακαριώτατε και Αγιώτατε εδελφέ,
Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι, ως όλοι γνωρίζομεν, βαθύτατα παραδοσιακή. Σέβεται και διαφυλάσσει το παρελθόν ως πολύτιμον παρακαταθήκην, κληροδοτηθείσαν εις αυτήν υπό των προηγηθεισών γενεών. Πρότυπα αυτής είναι η αδιάκοπος διαδοχή των αγίων, μεγάλων ιεραρχών, πατέρων και διδασκάλων, αποστόλων και προφητών, μαρτύρων και οσίων, κεφαλήν και αρχηγόν εχόντων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, Όστις παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8). Οι Άγιοι της Εκκλησίας αποτελούν τον κοινόν ημών θησαυρόν εις οιονδήποτε χώρον και αν ήκμασαν. Τοιούτους Αγίους εχαρίσατο εις την Εκκλησίαν ημών και η αγιοτόκος γη της Ρωσσίας, και εξακολουθεί να χαρίζηται μέχρι και των ημερών ημών. Το νέφος τούτο των Αγίων περιΐπταται και σκέπει και ημάς κατά την σημερινήν ιστορικήν ημών συλλειτουργίαν, καλούν ημάς εις μίμησιν της θεαρέστου αυτών βιοτής και εις υπόμνησιν του ότι ανήκομεν εις μίαν Εκκλησίαν, την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν, ως ομολογούμεν εν τω Συμβόλω της πίστεως ημών.
Αλλ η αφοσίωσις ημών αύτη εις την Παράδοσιν ουδόλως αποτελεί τροχοπέδην εις την ζωήν και μαρτυρίαν ημών εν τω συγχρόνω κόσμω. Η Ορθόδοξος Εκκλησία ενωτίζεται μετά προσοχής τας αναζητήσεις, τας ανάγκας και τας ανησυχίας του συγχρόνου ανθρώπου. Είναι και σήμερον παρούσα και ετοίμη να εγκύψη εις τας πληγάς του πάσχοντος ανθρώπου, ως άλλοτε έπραξεν ο καλός Σαμαρείτης της παραβολής. Ας ενώσωμεν τας χείρας ημών αι δύο Εκκλησίαι ομού μετά των λοιπών αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, και «εν ενί στόματι και μια καρδία», ως μία και ενιαία Εκκλησία του Χριστού, ας πορευθώμεν εις την λειτουργίαν την μετά την Λειτουργίαν, κομίζοντες τον Άρτον της ζωής εις τον πεινώντα και διψώντα την δικαιοσύνην και την αγάπην άνθρωπον. Η ενότης ημών, η υπερβαίνουσα τα στενά όρια οιουδήποτε εθνικισμού η φυλετισμού, ας προσφέρη εις τους εγγύς και τους μακράν την ελπίδα, την οποίαν ο κόσμος ούτος αδυνατεί να δώση, ελπίδα ενός κόσμου ειρήνης και αγάπης. Η μόλις τελεσθείσα υφ ημών Θεία Λειτουργία ας συνεχισθή ως κοινή πορεία εν τω κόσμω προς την Βασιλείαν του Θεού.
Δια της ευχής ταύτης περιπτυσσόμεθα Υμάς, προσφιλέστατε αδελφέ, ευχαριστούντες Υμίν επί τη ευλογημένη επισκέψει Υμών ενταύθα και ευχόμενοι όπως Κύριος ο Θεός σκέπη, φρουρή και ενισχύη Υμάς εις το ύψιστον Υμών λειτούργημα επ αγαθώ συνόλου της αγίας Αυτού Εκκλησίας. Αμήν.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ
Σήμερα συνέβη το σημαντικώτερο γεγονός της επισκέψεώς μας στην Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι η κοινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας και η Μετάληψη του Αγίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου, η ένωσή μας εν Πνεύματι Αγίω. Πράγματι, η ζωή της Εκκλησίας επικεντρώνεται πέριξ της Θείας Ευχαριστίας, στην οποία τελειοποιείται και από την οποία αντλεί και τη δύναμή της. Ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου αναμιμνησκόμεθα του λυτρωτικού αγώνα και μετέχοντες της ιδίας Ευχαριστιακής τράπεζας γινόμαστε πράγματι εν σώμα και εν Πνεύμα μετά του Κυρίου (πρβλ. Εφ. 4, 4, Α´ Κορ. 6, 17), ενωθέντες στενώς έκαστος μετά του άλλου. Και εφ᾽όσον ο πορευόμενος προς τον υπέρ ημών θάνατο Σωτήρ προσηύχετο ώστε οι μαθητές Του εν ώσιν καθώς ο Υιός και Πατήρ εν εισιν (Ιω. 17, 22), με πόσο ζήλο οφείλουν όλοι οι ακόλουθοι του Χριστού να μεριμνούν για τη διατήρηση της μεταξύ τους ενότητος! Το Συλλείτουργο των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών αποτελεί μία λαμπρή απόδειξη αυτής της ενότητος!
Η παραμονή στην πόλη όπου ευρίσκεται η Καθέδρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μας προκαλεί αισθήματα συγκινήσεως. Ατενίζουμε ευλαβώς τους ένδοξους ιερούς τόπους της Ορθοδοξίας. Ανασταίνονται ενώπιον ημών τα σημαντικώτερα γεγονότα στην ιστορία της Εκκλησίας, τα οποία συνέβησαν σε αυτή τη γη. Ζωντανεύουν εικόνες από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, αρρήκτως συνδεδεμένες με την Κωνσταντινούπολη. Ενθυμούμεθα τη θαυματουργή μεσιτεία της Θεομήτορος, η Οποία πολλάκις προστάτευσε την πόλη της από τις επιδρομές των αλλοφύλων. Επανέρχονται στη μνήμη μας τα γεγονότα, τα οποία συνδέονται με το Βάπτισμα της Ρωσίας.
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά από τη συνάντηση με τους ζωντανούς φορείς της μακραίωνης παραδόσεως στο πρόσωπο των ακλονήτων στην πίστη και στη μνήμη των προγόνων τους τέκνων της Αγιωτάτης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με επικεφαλής τον Πατέρα και Πατριάρχη τους. Παρά τους ιστορικούς κατακλυσμούς, το όνομα του Χριστού συνεχίζει να αγιάζεται σε αυτήν την πόλη και σε αυτόν τον ιερό Ναό. Ευχαριστούμε τον Θεό, διότι μας αξίωσε και ευρήκαμε την Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εν ειρήνη και χάρητι Θεού και τον Προκαθήμενο αυτής με καλή υγεία και σταθερότητα πνεύματος.
Την ημέρα αυτή ο καθ᾽ εκάστη εβδομάδα τελούμενος εορτασμός της του Χριστού Αναστάσεως συμπίπτει στο ημερολογίο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με τον εορτασμό της μνήμης του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Αθανασίου του εν Αγίω Όρει Άθω.
Στο γεγονός ότι η συλλειτουργία μας συνέπεσε με τη μνήμη του στυλοβάτου του αθωνιτών ασκητών δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε μία συμβολική σημασία: οι κανονισμοί του μοναχικού κοινοβίου, τους οποίους εθέσπισε ο όσιος Αθανάσιος για την ιδρυθείσα υπ᾽ αυτού Μονή της Μεγίστης Λαύρας, οδήγησαν στην άνθιση του αγιορείτικου μοναχισμού. Πέντε δεκαετίες μετά την κοίμηση του Αββά Αθανασίου, ένας κεκαρμένος στον Άθω Ρώσος, ο όσιος Αντώνιος, επιστρέφει στη Ρωσία και γίνεται ο ιδρυτής μιας άλλης μεγάλης λαύρας, της επονομαζόμενης σήμερα Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Από τους λόφους του Κιέβου, από την Αγία Λαύρα άρχισε η διάδοση της μοναχικής παραδόσεως σε όλη τη Ρωσία. Όπως και στον Άθω, τα μοναστήρια στη Ρωσία αποτελούν όχι μόνο τόπο πνευματικής ασκήσεως των μοναζόντων, αλλά και πραγματικά κέντρα πνευματικού διαφωτισμού. Σε αυτά αντιγράφονται και φυλάσσονται τα βιβλία, ενώ οι πνευματοφόροι ασκητές, επιτυγχάνοντας την τελειότητα, διακονούν τον κόσμο ως έμπειροι πνευματικοί σύμβουλοι και κήρυκες του Ευαγγελίου του Χριστού, υπερασπιστές της ορθοδόξου πίστεως και της ενότητος της Εκκλησίας. Και σήμερα στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία και σε άλλες χώρες, τις οποίες ποιμαίνει πνευματικώς το Πατριαρχείο Μόσχας, οι μονές αποτελούν το επίκεντρο της διαφυλάξεως της πίστεως και της ενότητος της Εκκλησίας μας.
Μέσω της πλουσιότατης μοναχικής παραδόσεως η Εκκλησία της Ρωσίας παρέλαβε από το Βυζάντιο και τα λειτουργικά τυπικά, πρώτα το στουδιτικό, κατόπιν το ιεροσολυμίτικο, το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στα μοναστήρια της και στους ενοριακούς ναούς. Κατά τον τύπο της βυζαντινής ψαλμωδίας συνετάχθησαν ακολουθίες για τους ρώσους αγίους και αλλά είδη ιερών κειμένων. Έλληνες διδάσκαλοι ήταν οι πρώτοι που δίδαξαν τους Ρώσους αγιογράφους. Η παλαιορωσική εκκλησιαστική μουσική δέχθηκε και αυτή την επίδραση της βυζαντινής σχολής. Η διαμόρφωση της ρωσικής θεολογίας συνδέεται με το έργο των αδελφών Σωφρονίου και Ιωαννικείου Λυχούδη, ιδρυτών της πρώτης ανωτάτης θεολογικής σχολής στη Μόσχα ήτοι της Σλαύο-Ελληνο-Λατινικής Ακαδημίας.
Σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου διαπιστώνουμε την εμφάνιση μιας κοινής παραδόσεως, η οποία αρρήκτως συνδέει την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως με την πάλαι ποτέ θυγατέρα της και σήμερα ισότιμη αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας. Η κοινή μας παράδοση αποτελεί τη σταθερή βάση της κοινής μας μαρτυρίας προς το σύγχρονο κόσμο. Στις συνθήκες, κατά τις οποίες η θρησκεία εκτοπίζεται στο περιθώριο του κοινωνικού βίου, απαλείφεται ακόμα και αυτή η έννοια της αμαρτίας, αναθεωρούνται ριζικά οι παραδοσιακές ηθικές αξίες, ενώ στη βάση της οικονομίας τοποθετείται η αρχή του κέρδους, εμείς οφείλουμε να ενώσουμε τις προσπάθειές μας στην υπεράσπιση των ευαγγελικών κανόνων και στη διατύπωση μιας πανορθοδόξου απαντήσεως στις προκλήσεις των καιρών.
Αγιώτατε,
Σήμερα, κατά την εύσημο ημέρα της συλλειτουργίας μας ευχόμεθα με όλη μας την ψυχή σε όλα τα τέκνα της Αγιωτάτης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως που κατοικούν σε αυτή την πόλη, όπως και σε άλλες πόλεις και χώρες του κόσμου, τη βοήθεια του Θεού, την ενίσχυση του πνεύματος και της ειρήνης του Χριστού. Σας ευχαριστούμε για την εγκάρδια φιλοξενία σε αυτή την ευλογημένη γη και καλούμε στις προσευχές μας τους αγίους του Θεού να Σας βοηθήσουν στην υψηλή πατριαρχική Σας διακονία.
Πρόναος, τ. 323, 6 Ιουλίου 2009